Ἂς διαβάσουμε μιὰ μετάφραση ἀνυποψίαστη γιὰ ὅσα λέει ὁ Καστοριάδης: τὸ φεγγαράκι κρύφτηκε, κι ἡ Πούλια· μεσονύχτι· κι ἡ ὥρα φεύγει καὶ περνᾶ, κι ἐγὼ μόνη ξαπλώνω” (Σαπφώ, Τὰ Ποιήματα, μτφρ. Σ. Κακίσης, Ἀθήνα 1988, σ. 161.) Τὸ μέτρο αὐτῆς τῆς ἀπόδοσης προδίδει τὸ πρωτότυπο μὲ τὴν ἐλαφράδα, ὅπως καὶ ἡ σειρὰ τῶν λέξεων, καὶ τὸ παιχνιδιάρικο ‘φεγγαράκι,’ καὶ ἡ διφορούμενη ἀποκρυβή. Ἐπιμένοντας σὲ ἀνάγνωση ἐγγύτερη στὴν ἀρχικὴ πυκνότητα, θὰ μετέφραζα ὡς ἑξῆς: ἔχει πιὰ δύσει ἡ Σελήνη κι ἡ Πούλια, μεσάνυχτα σκοτάδια, κι ἡ ὥρα φεύγει, κι ἐγὼ ἔχω πέσει μόνη νὰ κοιμηθῶ.”

Εἶναι προφανὴς ἡ συμμετρία ἀρχῆς καὶ τέλους — δέδυκε / κατεύδω — ὅπου ἐπαναλαμβάνονται ἐπίσης τὰ ‘σκληρὰ’ κ καὶ δ, ἐπεκτείνοντας τὴν ταύτιση καὶ στὴν ‘ἐξωτερικότητα’ τῶν λέξεων: πρόκειται γιὰ δύο δύσεις. Τὴν συμμετρία δὲν μπόρεσα νὰ ἀποδώσω παρὰ μόνο στὴν θέση καὶ στὴν ὁμοιότητα τῆς (τετελεσμένης) κίνησης τῶν πέφτω καὶ δύω.

Τί μπορεῖ νὰ σημαίνει στὰ συμφραζόμενα τῶν δύσεων ἡ δήλωση ὅτι ‘φεύγει ἡ ὥρα’; Προχωράει στὸ ξημέρωμα, ἔπειτα σὲ νέα λάμψη τῆς Σελήνης καὶ νέο κύκλο; Τὸ ποίημα δὲν ἐπιτρέπει τέτοιο συμπέρασμα, διότι κλείνοντας στὸ κατεύδω ἀποκόβει ἀπὸ τὴν ἐπανάληψη.