Σύμφωνα μὲ τὸν Καστοριάδη οἱ ἀντικειμενικὲς προϋποθέσεις τῆς κατανόησης εἶναι δυσεύρετες ὅσο ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα. Τρέχα γύρευε ποιὸς γνωρίζει ἂν οἱ Πληιάδες δύουν πρὸ μεσονυκτίου μόνο τὴν Ἄνοιξη… Ἡ σημασία τῆς ὥρας περιέχει καὶ στὰ σημερινὰ Ἑλληνικὰ τὴν ἀκμή, τὸν κατάλληλο καιρό, τὴν ὡριμότητα (‘εἶναι ὥρα νὰ κάνεις τὸ ἑξῆς,’ εἶναι ἡ ‘ὥρα της γιὰ γάμο,’ κλπ), ἀκόμη καὶ τὴν ἐποχή (ὧρες τοῦ ἔτους, παράδειγμα ποὺ ἐπικαλεῖται ὁ Καστοριάδης, προερχόμενο ἀπὸ τὸ Βυζάντιο), ὅμως εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ ἀφῃρημένη ροὴ τοῦ χρόνου. Αὐτό, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀστρονομικὴ ἄγνοια θὰ ἐμπόδιζε ἀπόδοση τοῦ ποιήματος, ὅπως ἐκείνη ποὺ προτείνει ἐν τέλει ὁ Καστοριάδης παραθέτοντας ὅλες τὶς σημασίες στὴν ἐπιφάνεια: “ἡ Σελήνη καὶ οἱ Πλειάδες ἔδυσαν, / εἶναι μεσάνυχτα· ἐποχή, ὥρα, νιότη / παρέρχονται κι ἐγὼ κοιμᾶμαι μόνη.” Ὅμως ἔτσι ἡ λυρικὴ ἐξομολόγηση καταντάει ἀπρόσωπο γνωμικὸ καὶ δίνει τὴν χαριστικὴ βολὴ στὸ ἤδη λειψὸ νόημα.

Μήπως ἡ προσπάθεια νὰ ἀναχθεῖ τὸ ποίημα καθοριστικὰ σὲ περιστάσεις τὸ ἀδικεῖ, διότι ἂν δὲν γινόταν νὰ κατανοηθεῖ παρὰ μόνο ἀπὸ τοὺς ψαράδες καὶ τοὺς βοσκοὺς τῆς Ἑλλάδας τοῦ 6ου αἰῶνος π.Χ., πόσο μεγάλη θὰ ἦταν ἡ σπουδαιότητά του; Ἄλλωστε τὴν ἐποχὴ ποὺ γράφει ἡ Σαπφώ, οἱ Ἕλληνες δὲν ἔχουν ἀκόμη υἱοθετήσει τὴν αὐστηρὴ διαίρεση τῆς ἡμέρας σὲ 24 ὧρες (αὐτὸ θὰ συμβεῖ τὸν καιρὸ τοῦ Ἀλέξανδρου), ὁπότε τὰ ‘μεσάνυχτα’ περιέχουν μιὰ ἀπροσδιοριστία. Πιστεύω πὼς ἀξίζει οὕτως ἢ ἄλλως νὰ σκεφτεῖ κανεὶς τί μπορεῖ νὰ συγκίνησε τόσες γενιές.