Τὸ πέρασμα τῆς ὥρας, ἂν δὲν εἶναι περιττὴ προσθήκη, πρᾶγμα ἄτοπο γιὰ καλὸ ποίημα καὶ μάλιστα Προσωκρατικῶν, συμβαίνει ἀπὸ τὴν ἔξω νύχτα στὸ μέσα σκοτάδι, στὴν ἐγκατάλειψη τοῦ χρόνου. Ἡ Σελήνη καὶ οἱ Πλειάδες ἡγοῦνται μιᾶς ὥρας ποὺ συνοδεύει ἢ ὑπογραμμίζει τὴν ἔξοδο τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ζωῆς.

Τὸ ποίημα ὑποβάλλοντας μνήμη φωτὸς ἤδη ἀνίσχυρου, μέσα ἀπὸ τὴν Σελήνη, συνεχίζοντας σὲ ἀκόμη πιὸ μικρὸ καταλήγει στὴν δύση καὶ βύθιση τῆς ψυχῆς. Τὸ πέρασμα τῆς ὥρας ὡς διάχυση τῆς νύχτας παντοῦ, σημαίνουν σὰν χτύποι καμπάνας τὰ ἀλλεπάλληλα ‘δὲ’ (καὶ) ποὺ συνδέουν τὶς προτάσεις.

Οἱ Πληιάδες μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἡ Πληθώρα, συμπυκνώνοντας στὴν δύση τους τὸ γενικὸ σκοτείνιασμα τῆς φύσης. Στὴν σημασία Σμήνους, ποὺ προτιμάει ὁ Πίνδαρος καὶ διασώζει μέχρι σήμερα ἡ ὀνομασία τῆς Πούλιας, ὅπου ἀκούγεται ἡ Πληθώρα, ἀλλὰ καὶ τῆς Κλωσσαριᾶς, συμβολίζουν τὴν ἀναχώρηση, ἐνῷ καὶ στὴν μυθολογική τους παρουσία συνδέονται μὲ τὴν θλίψη καὶ τὴν ἀπώλεια, ἀλλὰ καὶ πάλι μὲ τὴν Πληθώρα κατὰ τὸ γένος τῆς μητέρας τους (Πλειόνη), μὲ τὸ σύνολο τοῦ οὐρανοῦ κατὰ τὸ πατρικὸ γένος (Ἄτλας).