Μόνο έτσι θα ‘πρεπε να μεταχειρίζονται οι νέοι τον έρωτά τους: σαν ένα καθήκον που τους υποχρεώνει να εργάζονται αδιάκοπα στο μέσα τους κόσμο («ν’ ακρομάζονται και να σφυροκοπάνε νύχτα-μέρα»). Δεν είναι ακόμα ώριμοι για το δόσιμο του εαυτού τους, για την εγκατάλειψη και το σβήσιμό τους μέσα σ’ ένα άλλο άτομο, για οποιοδήποτε τρόπο Ένωσης. (Πρέπει, πρώτα, και για πολύν-πολύν καιρό, να μαζεύουν και να θησαυρίζουν ολοένα.) Ή Ένωση αυτή, το δόσιμο αυτό, είναι το στερνό σκαλοπάτι, ίσως ή ανθρώπινη ζωή να μη μπορεί ακόμα να το χωρέσει.

Εδώ όμως λαθεύουν οι νέοι τόσο συχνά και τόσο βαριά: ορμάνε ακράτητοι ό ένας προς τον άλλον, όταν τους αγγίξει η αγάπη (είναι στη φύση τους να μην μπορούν να περιμένουν), σκορπίζονται εδώ κι εκεί, ενώ ή ψυχή τους είναι γεμάτη ακεφιά, ακαταστασία και ταραχή… Τι μπορεί όμως να βγει απ’ αυτό;

Τι μπορεί να κάνει ή ζωή τούτο το μπερδεμένο σωρό των μισοσπασμένων υλικών, που αυτοί το ονομάζουν «ένωσή» τους και πολύ θα ‘θελαν να τα ονομάσουν «ευτυχία» τους; Και τι τους μέλλεται το αύριο; Καθένας τους αφανίζεται για χάρη του άλλου κι αφανίζει σύγκαιρα τον άλλον κι άλλους πολλούς ακόμα, που ίσως να ‘ρχόντουσαν κατόπι.