Χάνει το νόημα της απεραντοσύνης, χάνει όλες του τις δυνατότητες· ανταλλάζει το «πήγαιν’-έλα» των σιωπηλών, γεμάτων υποσχέσεις, πραγμάτων, με ένα στείρο ανακάτεμα, απ’ όπου δεν μπορεί να βγει άλλο τίποτα παρά σιχασιά, απογοήτευση και φτώχεια.

Δεν του μένει παρά να γυρέψει σωτηρία σε μιαν απ’ τις άπειρες συμβατικές καταστάσεις πού είναι παντού στημένες, σα δημόσια καταφύγια, γύρω απ’ αυτόν τον επικίνδυνο δρόμο. Καμιά περιοχή της ανθρώπινης υπόστασης δεν είναι τόσο πολύ γεμάτη από συμβατικότητες, όσο τούτη εδώ: σωσίβια, βάρκες και ναυαγοσωστικά είναι στη διάθεσή του, κάθε είδους βοήθεια που η κοινωνία έχει επινοήσει για τούτο το σκοπό. Για τους ανθρώπους ο έρωτας δεν είναι παρά μια απόλαυση, τον κατάντησαν λοιπόν κάτι εύκολο και φτηνό, ακίνδυνο και σίγουρο, όμοιο με τις απολαύσεις των δρόμων.

Αλήθεια, πόσοι και πόσοι νέοι στάθηκαν ανίκανοι να βρουν το σωστό δρόμο της αγάπης, για πόσους τα σύνορα του έρωτα σταματάνε στο εύκολο, βιαστικό δόσιμο του εαυτού τους! (Οι περισσότεροι, άλλωστε, δε θα προχωρήσουν – σίγουρα – πιο πέρα από κει. ) Νιώθουν πολλοί να λυγίζουν κατω απ’ το βάρος αυτού του λάθους και πασχίζουν να κάνουν βιώσιμη και γόνιμη, με το δικό τους προσωπικό τρόπο, την κατάσταση αυτή όπου βρέθηκαν ριγμένοι. Η φύση τους τούς λέει πως τα προβλήματα του έρωτα – λιγότερο από άλλα, πού είναι το ίδιο σημαντικά – δε μπορούν να λυθούν σύμφωνα με τούτον ή εκείνον το γενικό κανόνα πού εφαρμόζεται σ’ όλες τις περιπτώσεις· νιώθουν πώς τα προβλήματα αυτά —άμεσα προβλήματα ανθρώπου προς άνθρωπο— χρειάζονται, για κάθε περίπτωση, καινούργια, ιδιαίτερη, αποκλειστικά προσωπική απάντηση. Πώς όμως αυτοί —μια και μπερδεύτηκαν πια έτσι αναμεταξύ τους πού δεν ξεχωρίζουν ό ένας απ’ τον άλλον, μια και δεν έχουν πια τίποτα Δικό τους— πώς θα μπορούσαν να βρουν μέσα τους κάποιαν έξοδο, για να ξεφύγουν απ’ την άβυσσο όπου έχει βουλιάξει ή μοναξιά τους;