Οὔτε ἐκεῖνος ποὺ ἔγινε ἀρνάκι, τὸ κατόρθωσε χάρη στὴν σύζυγό του. Ἂν ἦταν ἔτσι, οἱ πάντες θὰ ἄλλαζαν, γιατὶ ἀπὸ κανέναν δὲν θὰ ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ στερήσει τὴν χάρη ποὺ θὰ ἀπαιτοῦσε ἡ “μεταμόρφωσή” τους. Ἄλλαξε ἐπειδὴ τὸ ἤθελε ὁ ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτό του, καὶ ὁ Θεὸς τὸν βοήθησε καὶ μέσῳ τῆς συζύγου του καὶ μέσῳ ὅλων τῶν ἄλλων ποὺ τοῦ ἔστειλε.
Ἑπομένως ἐδῶ ὅλα κρίνονται ἀπὸ τὴν ὕπαρξη πραγματικῆς ἑνότητας, νὰ μὴν ἐκτίθεται ὁ σύζυγος στὴν κακοποίησή του ἐπειδὴ τάχα “αὐτὸ λέει ἡ Ἐκκλησία”, ἢ γιατὶ δῆθεν “ὁ γάμος εἶναι ἀκατάλυτος”, ἢ νομίζοντας πὼς ἀκολουθεῖ “τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Χριστοῦ”, ἀλλὰ νὰ ἐπιμένει ἐπειδὴ τὸ θέλει, ἐπειδὴ πιστεύει στὴν σχέση ποὺ ὑπῆρξε, ὄχι ἐπειδὴ “δὲν εἶναι σωστὸ” νὰ διακόψει. Τότε ἀντλεῖ ζωὴ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλο, καὶ μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου μπορεῖ νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὴν “τάξη”. Διαφορετικὰ θὰ μαραζώσει.
Αὐτὸ δὲν εἶναι δύσκολο νὰ τὸ καταλάβει κανείς. Τὸ κτῆνος ποὺ μεταμορφώθηκε εἶναι ἐπειδὴ ἤθελε, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ εἶχε κάπου νὰ πάει, τὸν καλοῦσε μιὰ ζωντανὴ καὶ θερμὴ σχέση. Ὅμως ὁ σύζυγος ποὺ δὲν θυσιάζεται ἀπὸ τὴν θέρμη τῆς ἀγάπης ἀλλὰ ἀπὸ καθῆκον, δὲν ἔχει νὰ δώσει ἄλλο ἀπὸ καθῆκον, ὑπολογισμὸ καὶ ὑποχρέωση, ὁπότε ἡ σχέση εἶναι καταδικασμένη νὰ μὴν ὑπάρξει ποτέ.
Σελ. 1234567