Ἀντίθετα μὲ τὸν Κόντογλου ὁ Ἑρρῖκος Εἰρηναῖος Μαρροῦ ἰσχυρίζεται πὼς “ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι θρησκεία πεπαιδευμένων καὶ δὲν θὰ ἦτο δυνατὸ νὰ ὑπάρξῃ ἐντὸς βαρβάρου περιβάλλοντος”. Ὅμως ἔχει ὑπάρξει στὶς γερμανικὲς καὶ σλαβικὲς φυλὲς ποὺ ἐκχριστιάνισε ἡ Αὐτοκρατορία, καὶ σὲ πολλὰ ἀκόμη βάρβαρα περιβάλλοντα. Ἡ ἴδια ἡ διάκριση πεπαιδευμένων καὶ βαρβάρων χρειάζεται μιὰ συζήτηση. Οἱ ἀνακριτὲς τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης, ποὺ ἔκαιγαν ‘αἱρετικοὺς’ ἐπὶ αἰῶνες, ἦσαν πεπαιδευμένοι ἢ βάρβαροι ἢ καὶ τὰ δύο;

Ὁ χριστιανισμὸς γεννήθηκε καὶ ἀναπτύχθηκε στὸν ἑλληνιστικὸ χῶρο ὑποχρεωμένος καὶ πρόθυμος νὰ συνομιλήσει μὲ φιλοσοφικὸ πολιτισμὸ μακρᾶς παραδόσεως. Χάρη στὴν συνομιλία αὐτὴ ἔγινε ἱκανὸς νὰ συμπαρίσταται στὶς ὑψηλότερες δυνατὲς ἀπαιτήσεις τῆς σκέψης, ὥστε ἀπέκτησε καθολικὴ ἀναφορά, πρὸς ἐγγραμμάτους καὶ ἀγραμμάτους, σημαίνοντας τὴν πορεία γιὰ τὴν γνώση ὡς θεία ἐπίγνωση ἄμεσης προσωπικῆς σχέσης, χωρὶς αὐτὸ νὰ συνιστᾶ καταδίκη ἢ περιφρόνηση κάθε εἴδους καὶ βαθμοῦ συστηματικότητας, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ ἔργα τῶν Πατέρων. Θὰ ἦταν ἄδικη μιὰ ἐκτίμησή του ὡς προορισμένου γιὰ ἀποφοίτους τῆς Ὀξφόρδης, ὑποτιμῶντας ἄλλες καὶ πρωταρχικώτερες διαστάσεις, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν καὶ σήμερα ὄχι μόνο σὲ μεγάλα πληθυσμιακὰ τμήματα μέτριας ἢ μικρῆς ἐκπαίδευσης, ἀλλὰ καὶ σὲ διακεκριμένους ‘ἀμαθεῖς,’ ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου καὶ ἀναγνῶστες τοῦ ‘βιβλίου τῆς φύσης.’