Τὸ ἀπερίσκεπτο ἐγκώμιο στὴν πίστη καὶ ἁπλοϊκότητα ἐναντίον τῆς γνώσης, χωρὶς προσπάθεια νὰ γίνονται ἀντιληπτὲς τάξεις τῆς ἁπλότητας, θυμίζει τὸν δυστυχῆ ἀποφατισμὸ τῆς Δύσης, προορισμένο νὰ πλησιάζει Θεὸ ἄγνωστο, φοβερὸ καὶ ἀπόμακρο, ἐνίοτε καὶ ἀναπληρώνοντας τὴν ἀπουσία Του μὲ τυπολογικὴ ἐθιμικὴ εὐσέβεια. Ὁ Κόντογλου σωστὰ ἐπικρίνει μιὰ μονομέρεια στὴν τάση γιὰ ἀπόδειξη τοῦ παντός, ἢ καὶ τὴν ‘φιλοσοφικὴ’ λογιστικὴ ἐν γένει ἂν στερεῖται ὑπαρξιακοῦ ἀντικρύσματος — “ἐπειδὴ πολλοὶ κάνουνε τὸν Χριστιανό, καὶ μάλιστα ἔχουνε φτιάξει καὶ σχολειὰ γιὰ νὰ κάνουνε καὶ τοὺς ἄλλους Χριστιανούς, ἐνῷ ἔχουνε λησμονήσει ὁλότελα τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μονάχα ποὺ λένε τ’ ὄνομά του σὰν φωνόγραφα ἄψυχα, γιατὶ ἡ πίστη τους κι ἡ ἐλπίδα τους εἶναι στὴν ἐπιστήμη καὶ στὴ γνώση… Ἀλίμονο στὴν Ὀρθοδοξία! Πρέπει κι αὐτὴ νὰ γίνει ἐπιστημονική…”

Ἡ ἴδια ἡ φιλοσοφία γνωρίζει πὼς δὲν ἀποδεικνύονται ὅλα καὶ ἰδίως τὰ πιὸ σημαντικά, καὶ ἀκόμη ὅτι δὲν ἔχει φιλοσοφικὴ ἀξία ἡ ἀσύστολη κατάτμηση καὶ ἐξειδίκευση, ἡ ἀπεραντολογία, ἡ κοινὴ περιέργεια. Κι ἂν συμβαίνουν ἀπόπειρες ἀνάπτυξης καὶ μετάδοσης τοῦ χριστιανισμοῦ ὡς δῆθεν ἐπιστήμης σὲ σχολεῖα ἢ ἐκτὸς σχολείων, δὲν μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν οὔτε χριστιανικὲς οὔτε φιλοσοφικές, ἰδίως σήμερα, μὲ κυρίαρχη τὴν ἀπουσία πνευματικῆς θαλπωρῆς, τῆς ἱερῆς ἀτμόσφαιρας ποὺ χαρακτηρίζει τὸν μεσαιωνικὸ καὶ βυζαντινὸ κόσμο. Πῶς σκέφτηκαν οἱ μεγάλοι Πατέρες; Γιατί ἀγάπησαν καὶ σπούδασαν τὴν φιλοσοφικὴ παράδοση πολὺ πέρα ἀπ’ ὅσο χρειαζόταν ἡ συνεννόηση μὲ τοὺς ἐθνικούς; Δὲν ἐνδιαφέρει αὐτό; Διόρθωση σφαλμάτων τῆς ἐκκλησιαστικῆς παιδείας θὰ συμβεῖ ἀπορρίπτοντας τὴν φιλοσοφία, ἢ μήπως καταλαβαίνοντας τὴν πραγματική της φύση καὶ ἀποβάλλοντας ἀπὸ τὸν βίο μας ὄχι τὴν ἴδια ἀλλὰ τὶς παρωδίες της;