32.
Βλέποντας σὲ ἀναγαλλιάζει
ἡ θλιμμένη τοῦ ψυχή,
καὶ τοῦ λέει. Ὄπλα φωνάζει
τώρα ἡ Ἑλλάδα. Πᾶμε ἐκεῖ.

33.
Καὶ κινάει νὰ σ´ ἀπαντήσει
καὶ ἡ Φήμη τοῦ Ποιητοῦ,
ποῦ τὸν κόσμο εἶχε γυρίσει,
καὶ τὴ δέχτηκαν παντοῦ,

34.
μπροστοπάταε, νὰ σὲ κράξει
μὲ ὄνομα τόσο γλυκύ,
ποὺ ὅποιο μάτι σὲ κοιτάξει
σὲ ξανοίγει πλέον σεμνή.

35.
Τὸν ἀκολούθησεν ὁ πλοῦτος,
θεῖος στὰ χέρια τοῦ καλοῦ,
καὶ κακόπραχτος, ἂν οὕτως
καὶ εἶν´ στὰ χέρια τοῦ κακοῦ.

36.
Μ᾿ ἕνα βλέμμα ὁποῦ φονεύει
τὰ φρονήματα τὰ αἰσχρά,
τρομερὴ τὸν συντροφεύει,
στέκοντάς του εἰς τὴ δεξιά.

37.
Καὶ ὄντας ἄφαντη στοὺς ἄλλους,
τοῦ Ἀλκαίου ἡ σκιά,
καὶ τοὺς ὤμους τοὺς μεγάλους
λίγο γέρνοντας, κρυφά,

38.
λόγια ἀθάνατα τοῦ λέει,
μὲ τὰ ὁποῖα στὰ σωθικὰ
τὸ θυμό του ξανακαίει
ἐναντίον στὴν ἀδικιά.

39.
θυμόν, τρόμο ὅλον γεμάτον,
ποῦ νικάει τὴν ταραχὴ
τῶν βροντόκραυγων ἁρμάτων,
καὶ πετιέται ὁλοῦ μὲ ὁρμή,

40.
καὶ τοῦ τύραννου χτυπάει
τὴ βουλή, καὶ τὴν ξυπνά,
στὴ στιγμὴ ποὺ μελετάει
τῶν λαῶν τὴ συμφορά.

41.
Μόνον ἄκουε τοῦ Κοράκου
τῆς Αὐστρίας τὸ κραυγητό,
ποῦ δὲν ἔκρωζε τοῦ κάκου,
καὶ ἐπεθύμαε τὸ κακό.