21.
Νὰ σ´ τὸ πεῖ, καὶ νὰ σὲ ρίξει
στῶν Τουρκῶν τὲς τουφεκιὲς
ἀσυντρόφιαστη, ἂν ξανοίξει
τὲς περίστασες δεινές,

22.
κι ἂν τὲς εὕρει εὐτυχισμένες,
νά ’λθει ἀντὶς γιὰ τὸν ἐχθρό,
μ´ ἄλλες ἅλυσες φτειασμένες
ἀποκάτου ἀπ´ τὸ Σταυρό,

23.
ποὖχε λάβει στὲς ἀγκάλες
ἀπὸ μᾶς, κι εἶχε θεούς,
ἀστραπές, ἀνεμοζάλες,
καὶ βροντὲς καὶ ποταμούς.

24.
Μόνον τ´ ἀδικοσφαγμένα
τὰ παιδιά σου, στριμωχτά,
μὲ τὰ χέρια τσακισμένα
σὲ ἐσπρώξαε ὀμπροστά,

25.
καὶ Σὺ ἐχύθηκες, πετώντας
μία ματιὰ στὸν Οὐρανό,
ποῦ τὰ δίκια σου θωρώντας,
ἀποκρίθηκε: Εἶμ´ ἐδῶ.

26.
Καὶ χτυπώντας ξεθυμαίνει
εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ,
ἡ ρομφαία σου πυρωμένη
ὂχ τὴν Ἄπλαστη Φωνή.

27.
Καὶ θαυμάσια τόσα πράχτει,
ὁποῦ οἱ Τύραννοι τῆς γῆς
σ´ ἐσὲ κίνησαν μὲ ἄχτι,
ὅμως ἔστρεψαν εὐθύς.

28.
Χαῖρε! Κι ὅποιος σὲ μισάει,
καὶ πικρὰ σὲ λοιδορεῖ,
εὐτυχιὰ νὰ πιθυμάει,
καὶ ποτὲ νὰ μὴ τὴν δεῖ.

29.
καὶ νὰ κλαίει πὼς ἦλθε ἡ ὥρα
ἡ πατρίς του νὰ δεθεῖ
μὲ τὰ σίδερα, ποὺ τώρα
πᾶς συντρίβοντας Ἐσύ.

30.
Χαίρου ὡστόσο ὅλους τους τόπους,
ποῦ ἐξανάλαβαν γοργὰ
πάλι ἐλεύθερους ἀνθρώπους.
Καὶ τοῦ Μπάυρον τὴ χαρά.

31.
Χαίρου, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα
πράγματα ποὺ σὲ τιμοῦν.
Οἱ μεγάλοι τὰ μεγάλα,
ποῦ τοὺς μοιάζουνε, ἀγαποῦν.