62.
ὁλοφλόγιστη πηδάει
εἰς σὲ μία ματιοῦ ροπή.
Στρέφει ἀπεκεὶ καὶ κοιτάει.
Ἀνεκδιήγητη ἀντηχεῖ,

63.
ἀπ᾿ τοῦ κόσμου ὅλου τὰ πέρατα
τοῦ καιροῦ ἡ χλαλοή,
καὶ διηγώντας τοῦ τὰ τέρατα
τοῦ χτυπάει τὴν ἀκοή.

64.
Ἔθνη ποὺ ἄλλα φοβερίζουν,
φωνές, θρόνοι δυνατοί.
Ἄλλοι πέφτουνε, ἄλλοι τρίζουν,
καὶ ἄλλοι ἀτάραχτοι καὶ ὀρθοί.

65.
Ἀπὸ φόβο καὶ ἀπὸ τρόμο,
ἀπὸ βάρβαρους δεσμούς,
ποὖναι σκόρπιοι εἰς κάθε δρόμο,
καὶ ἀπὸ μύριους ὑβρισμούς,

66.
βγαίνει, ἀνάμεσα στοὺς κρότους
τῶν γενναίων ποὺ τὴν παινοῦν,
καὶ κοιτοῦνται ἀνάμεσό τους
γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ θωροῦν,

67.
μία γυναίκα, ποὖχε βάλει
μὲς στὰ βάσανα ὁ καιρός,
ξαναδείχνοντας τὰ κάλλη
ποὺ τῆς ἔσβησε ὁ ζυγός,

68.
μόνον ἔχοντας γιὰ σκέπη
τὰ τουφέκια τὰ ἐθνικά,
καὶ τὸ χαίρεται νὰ βλέπει
πὼς καὶ Αὐτὸς τὴν ἀκλουθᾶ.

69.
Ἄχ! συνέρχεται… ξανοίγει
Ἐρινύαν φαρμακερή,
ὁποῦ ἀγιάτρευτην ἀνοίγει
τῆς Ἑλλάδας μίαν πληγή.

70.
Ἐρινύαν ἀπὸ τὰ χθόνια
ποὺ ἡ Ἑλλάδα ἀπαρατᾷ.
Ἡ θεομίσητη Διχόνοια
ποὺ τὸν ἄνθρωπο χαλνᾶ.

71.
Ἀφοῦ ἐδιώχτηκε ἀπὸ τ´ ἄστρα
ὅπου ἐτόλμησε νὰ πά,
πάει στοὺς κάμπους, πάει στὰ κάστρα,
χωρὶς ναὔβρῃ δυσκολιά.