112.
Μέσαθε ἔπαιρνε ὁ ἀέρας
μὲ δροσόβολη πνοὴ
τὸ λιβάνι τῆς ἡμέρας,
καὶ τοῦ τόφερνε ὡς ἐκεῖ.

113.
Δὲν ἀκοῦς γύρου πατήματα.
Μον´ τὸν ἴσκιο τοῦ θωρεῖς,
ὁποῦ ἁπλώνεται στὰ μνήματα,
ἔρμος, ἄσειστος, μακρύς,

114.
καθὼς βλέπεις καὶ μαυρίζει
ἴσκιος νέου κυπαρισσιοῦ,
ἂν τὴν ἄκρη του δὲν ’γγίζει
αὔρα ζέφυρου λεπτοῦ.

115.
Πές μου, Ἀνδρεῖε, τί μελετοῦνε
οἱ γενναῖοι σου στοχασμοί,
ποὺ πολληώρα ἀργοποροῦνε
εἰς τοῦ Μάρκου τὴν ταφή;

116.
Σκιάζεσαι ἴσως μὴ χουμήσουν
ξάφνου οἱ Τοῦρκοι τὸ πρωί,
καὶ τὸ στράτευμα νικήσουν,
ποὺ ἔχει ἀνίκητην ὁρμή;

117.
Σκιάζεσαι τοὺς Βασιλιάδες,
ποὺ ἔχουν Ἕνωσιν Ἱερή,
μὴ φερθοῦνε ὡσὰν Πασάδες
στὸν Μαχμοὺτ ἐμπιστευτοί;

118.
Ἤ σοῦ λέει στὰ σπλάχνα ἡ φύσις
μ´ ἕνα κίνημα κρυφό:
«Τὴν Ἑλλάδα θὲ ν´ ἀφήσεις,
γιὰ νὰ πᾶς στὸν Οὐρανό;»

119.
Βγαίνει μάγεμα ἀπ´ τὴ στάχτη
τῶν Ἡρώων, καὶ τὸν βαστᾶ,
καὶ τὴ θέλησι τοῦ ἀδράχτει.
Τότε αἰσθάνεται μὲ μία,

120.
τὴν ἀράθυμη ψυχή του,
ποὺ μὲ φλόγα ἀναζητεῖ
νὰ τοῦ σύρει τὸ κορμί του
σὲ φωτιὰ πολεμική.

121.
Τοῦ πολέμου ἔνδοξοι οἱ κάμποι!
Εἶδ´ ἡ Ἑλλάδα τολμηρὰ
καὶ τὸ Σοφοκλῆ νὰ λάμπει
μέσα στὴν ἁρματωσιά.