11.
ἕως ποὺ ὁλόκληρον ἐχάθη
στοῦ Ἔρεβου τὴ φυλακή,
ὅπου ἁπλώθηκε καὶ ἐστάθη
σὰν στὴν πρώτη του πηγή.

12.
– Ψάλλε, Μπάιρον, τοῦ λαλοῦσε,
ὅσες βλέπεις ὀμορφιές.
καὶ κειός, ποὺ ἐκρυφαγροικοῦσε
ἀνταπόκριση μ´ αὐτές,

13.
βάνεται, τὲς τραγουδάει
μ´ ἕνα χεῖλο ἁρμονικό,
καὶ τὰ πάθη ἔτσι στοῦ ’γγιάει,
ποὺ τραγούδι πλέον ψηλό,

14.
δὲν ἀκούστηκεν, ἀπ᾿ ὦτα
ἔψαλ᾿ ὁ Ἄγγλος ὁ τυφλὸς
τ´ ἀγκαλιάσματα τὰ πρῶτα
ποὺ ἔδωσ᾿ ἄντρας γυναικός.

15.
Συχνὰ ἐβράχνιασε ἡ μιλιά του
τραγουδώντας λυπηρά,
πῶς στὸν ἥλιον ἀποκάτου
εἶναι λίγη ἐλευθεριά.

16.
«Κάθε γῆ» παραπονιέται
«ἐσκλαβώθηκε – εἶναι μία,
ὅπου ὁ ἄνθρωπος τιμιέται,
ἀπὸ δώθενε μακριά;

17.
Τὴν ὁποία χτυπάει τὸ νάμα
σύνορα τ´ Ἀτλαντικό.
μετανιώνει ἐν τῷ ἅμα
ὅποιος πάει μὲ στοχασμό,

18.
τὴ γλυκειὰν Ἐλευθερία
νὰ τὴν βλάψει ἀπὸ κοντά.
τὸ δοκίμασεν ἡ Ἀγγλία!
κανεὶς πλέον ἂς μὴν κοτᾶ».

19.
Καὶ ὅτι βούλεται νὰ φύγει
ἐκεῖ πέρα ὁ Ποιητής,
ἀνεπόλπιστα ξανοίγει
ἐσὲ ἐδῶ νὰ πεταχτεῖς.

20.
Ἐπετάχτηκες: Μονάχη.
Χωρὶς ἄλλος νὰ σοῦ πεῖ.
Τώρα ἀρχίνησε τὴ μάχη,
κι ἐγὼ πλάκωσα μαζί.