42.
Ὁμοίως ἔστρεφεν ἡ Μοίρα,
ποῦ εἶχε πάντοτε σταθεῖ
μές´ στῆς Κόλασης τὴ θύρα
μὲ τὸ κρίμα ἀνταμωτή,

43.
ἔστρεφε κατὰ τὴ Χτίση,
γιατί ἐμύριζε νεκρὴ
μυρωδιά, ποὺ χὲ σκορπίσει
ἡ πικρὴ μεταβολή.

44.
Καὶ ἀπὸ τ´ ἄπειρο διάστημα
ἀντισήκωνε ψηλὰ
τὸ μιαρό της τὸ ἀνάστημα,
νὰ χαρεῖ τὴ μυρωδιά.

45.
Στὴν Ἑλλάδα χαροκόπι.
Γιατί Ἐκεῖνον, ποὺ ζητεῖ,
βλέπει νάρχεται, καὶ οἱ τόποι
ποὺ ἡ σκλαβιὰ καταπατεῖ,

46.
χαμηλὴ τὴν κεφαλήν τους,
ἀγροικώντας τὴ βουή,
ἐδακρύζαν, καὶ οἱ δεσμοί τους
τοὺς ἐφάνησαν διπλοί.

47.
Ἀλλὰ ἀμέσως ὅλοι οἱ ἄλλοι
ποῦ εἶχαν ἐλευθερωθεῖ,
καὶ ἔχουν δάφνη στὸ κεφάλι
ποῦ δὲν θέλει μαραθεῖ,

48.
τὲς σημαῖες τοὺς ξεδιπλώνουν,
καὶ τὲς δάφνες ποὺ φοροῦν
χαιρετώντας τὸν σηκώνουν,
καὶ μ´ αὐτὲς τὸν προσκαλοῦν.

49.
Ποῦ θὰ πάει; Βουνὰ καὶ λόγγοι
καὶ λαγκάδια ἀϊλογοῦν.
Ποῦ θὰ πάει; – Στὸ Μεσολόγγι,
καὶ ἄλλοι ἂς μὴ ζηλοφθονοῦν.

50.
Τέτοιο χῶμα, ἀπ´ τὴν ἡμέρα
τὴ μεγάλη του Χριστοῦ,
ποῦ εἶχε φέρει ἀπ´ τὸν αἰθέρα
τιμὴ ἐμᾶς καὶ δόξα Αὐτοῦ,

51.
εἰς ἱερὸ προσκυνητάρι,
καὶ δὲ θέλει πατηθεῖ
ἀπὸ βάρβαρο ποδάρι,
πάρεξ ὅταν χαλαστεῖ.