10. Καὶ ἐκοίταξα ἀνάερα γιὰ νὰ ξανοίξω ποὖθεν ἐβγαίνανε αὐτὲς οἱ φωνές, καὶ δὲν εἶδα παρὰ τοὺς δυὸ χοντροὺς καὶ μακρίους πέρονους ποὺ ἐβγαίνανε ἀπὸ τὸν τοῖχο, στοὺς ὁποίους ἀκουμποῦσε ὁ καθρέφτης δεμένος ἀπὸ τὴ μέση.
11. Καὶ ἀναστενάζοντας βαθιά, καθὼς κάνει ὁ ἄνθρωπος ὁποὺ βρίσκεται γερασμένος, ἀγρίκησα μυρωδία ἀπὸ λείψανο.
12. Καὶ ἐβγήκα ἀπὸ κεῖ καὶ ἐκοίταξα τριγύρω καὶ εἶδα.
13. Εἶδα ἀντίκρυ ἀπὸ τὸν καθρέφτη στὴν ἄκρη τῆς κάμερας ἕνα κρεβάτι, καὶ κοντὰ στὸ κρεβάτι ἕνα φῶς. Καὶ ἐφαινότουνα πῶς δὲν ἤτουνα μὲς στὸ κρεβάτι τίποτες, καὶ ἀπάνου ἤτανε πολλὴ μύγα κουλουμωτή.
Σελ. 123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051