«Ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς γκρεμνούς, τὶς χαμηλὲς κοιλάδες καὶ τὰ ψηλὰ βουνά, ἀπὸ τὴν ἐρημιὰ τῶν ποταμῶν καὶ τῆς θάλασσας, ἀπὸ τοὺς δρόμους, τὶς σπηλιές, τὰ πηγάδια, ἀκόμη καὶ μέσα ἀπὸ τὰ ζεστὰ κρεβάτια, σηκωθεῖτε, ὦ σφαγμένοι τῆς Ἑλλάδας, καὶ προσευχηθεῖτε!».

Αὐτὰ εἶπε ἡ βαθειὰ φωνή, ἐξακοντισμένη πρὸς τὸ χῶρο τοῦ ὀνείρου, καὶ ἡ ψυχὴ ἦταν ὅλη ὄργανο πνευματικό, ἕτοιμη νὰ δεχτεῖ γρήγορα τὸ κοντινὸ καὶ τὸ μακρινό, τὸ φωτεινὸ καὶ τὸ σκοτεινό, τὸ ἀνθρώπινο καὶ τὸ θεῖο.

Καὶ τὸ ὄνειρο, ἀπαντώντας μὲ θαυμαστὴ ταχύτητα, ἔδωσε πίσω ὅλα τὰ πνεύματα ποὺ εἶχαν προσκαλεστεῖ καὶ τὰ ἔσπρωξε ἀμέτρητα καὶ σφιγμένα τὸ ἕνα στὸ ἄλλο, σ᾿ ἕνα διάστημα χωρὶς ὅρια, ποὺ ἔμοιαζε ὠκεανὸς χωρὶς στεριὲς καὶ νησιά, ἢ σὰν οὐρανὸς χωρὶς ἄστρα.