1.
Καὶ εἴδανε τὸ ξόδι σου μὲ τὴν κεροδοσιά σου.

2.
Στὴ θύρα τὴν ὁλόχρυση τῆς Παντοδυναμίας,
Πνεύματα μύρια παλαιά, πνεύματα μύρια νέα,
Σ᾿ ἀκαρτεροῦν γιὰ νὰ σοῦ ποῦν πὼς ἄργησες νὰ φθάσῃς.

3.

«Στ᾿ ὄνομα» τῆς ἡμέρας
Π᾿ ὁ τρίτος ἄνθιζε σ᾿ ἐσὲ θεοτικὸς Ἀπρίλης
Ἄχ, σ᾿ ἔστενα βασίλισσα στῆς γῆς τὲς εὐτυχίες,
Ἐνῷ ῾ λες τὲς δοκίμαζα κοιτώντας τὴ θωριά σου,
Στὴν πλάκα πέφτω καὶ θαρρῶ πὼς δὲ θὰ σοῦ βαρύνῃ,
Παρθέν᾿, ἀπὸ τὰ χείλη μου κι ἀπὸ τὰ γόνατά μου.