Συγκεκριμένη πνευματικὴ στάση καὶ ὀπτικὴ συγκεφαλαιωτικὴ τῆς ἐκκλησιαστικότητας στὴν ὑπαρκτικὴ περιπέτεια τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου καταθέτει ἡ οὐσιώδης Ζωὴ Καρέλλη μὲ τὸ ποίημα «Παραμονὴ τῆς Γέννησης» (Πορεία, 1940):

Ἐκεῖνος ποὺ δὲν γεννᾶ, δὲν γεννᾶται,
δὲν ἀναγεννᾶται ποτέ, Κύριε,
τῆς Γέννησης, «σκήνωσον ἐν ἐμοί»,

ἐνῶ ἐφιαλτικὸς σκηνοποιὸς ὁ Μίλτος Σαχτούρης στοὺς ὄχι λίγους «χριστουγεννιάτικους» στίχους του («Χριστούγεννα», 1948, «Ὁ νεκρὸς στὶς γιορτές», 1986, «Τὰ λυπημένα Χριστούγεννα», 1990), ἐνστικτώδης καὶ διὰ τῆς ὁμοιοπαθητικῆς μεθόδου, μεταμορφωτὴς ἑνὸς μηδενιστικοῦ παρόντος, συνδέει ἀγχωτικὰ τὴ Γέννηση μὲ τὰ γεγονότα τοῦ Ἐμφυλίου:

Σημαία / ἀκόμη / τὰ δόκανα στημένα στοὺς δρόμους /
τὰ μαγικὰ σύρματα / τὰ σταυρωτὰ / καὶ τὰ σπίρτα καμένα /
καὶ πέφτει ἡ ὀβίδα στὴ φάτνη / τοῦ μικροῦ Χριστοῦ /
τὸ αἷμα τὸ αἷμα τὸ αἷμα.
(«Χριστούγεννα 1948»)

Ὡστόσο τὸ πλέον «χριστολογικό» ποίημα γιὰ τὰ Χριστούγεννά μας τὸ ἔχει, κατὰ τὴ γνώμη μου, χαρίσει ὁ Τάσος Λειβαδίτης στὴν ἑνότητα ποιημάτων του «Ὁ ἀδελφὸς Ἰησοῦς». Ἔχει τίτλο «Ἡ Γέννηση» (1983):

Ἕνα ἄλλο βράδυ τὸν ἄκουσα νὰ κλαίει δίπλα. Χτύπησα τὴν πόρτα καὶ μπῆκα. Μοῦ ῾δειξε πάνω στὸ κομοδίνο ἕνα μικρὸ ξύλινο σταυρό. «Εἶδες – μου λέει – γεννήθηκε ἡ εὐσπλαχνία». Ἔσκυψα τότε τὸ κεφάλι κι ἔκλαψα κι ἐγώ.