Τάχα δὲν ἦτον οἰκοκυρὰ κι αὐτὴ στὸ σπίτι της καὶ στὴν αὐλήν της; Τάχα δὲν ἦτο κι αὐτὴ ἕναν καιρὸν νέα μὲ ἀνατροφήν; Εἶχε μάθει γράμματα εἰς τὰ σχολεῖα. Εἶχε πάρει τὸ δίπλωμά της ἀπὸ τὸ Ἀρσάκειον.

Κι ἐτήρει ὅλα τὰ χρέη της τὰ κοινωνικά, καὶ μετήρχετο τὰ οἰκιακὰ ἔργα της καλλίτερ᾿ ἀπὸ καθεμίαν. Εἶχε δὲ μεγάλην καθαριότητα εἰς τὸ σπίτι της, κι εἰς τὰ κατώφλιά της, πρόθυμη ν᾿ ἀσπρίζῃ καὶ νὰ σφουγγαρίζῃ, χωρὶς ποτὲ νὰ βαρύνεται καὶ χωρὶς νὰ δεικνύῃ τὴν παραξενιὰν ἐκείνην, ἥτις εἶναι συνήθης εἰς ὅλας τὰς γυναῖκας, τὰς ἀγαπώσας μέχρις ὑπερβολῆς τὴν καθαριότητα. Καὶ ὅταν ἔμβαινεν ἡ Μεγάλη Ἑβδομάς, ἐδιπλασίαζε τὰ ἀσπρίσματα καὶ τὰ πλυσίματα, τόσον, ὁποὺ ἔκαμνε τὸ πάτωμα ν᾿ ἀστράφτῃ καὶ τὸν τοῖχον νὰ ζηλεύῃ τὸ πάτωμα.

Ἤρχετο ἡ Μεγάλη Πέμπτη καὶ αὐτὴ ἄναφτε τὴ φωτιάν της, ἔστηνε τὴν χύτραν της, κι ἔβαφε κατακόκκινα τὰ πασχαλινὰ αὐγά. Ὕστερον ἡτοίμαζε τὴν λεκάνην της, ἐγονάτιζεν, ἐσταύρωνε τρεῖς φορὲς τ᾿ ἀλεῦρι κι ἐζύμωνε καθαρὰ καὶ τεχνικὰ τὶς κουλοῦρες, κι ἐνέπηγε σταυροειδῶς ἐπάνω τὰ κόκκινα αὐγά. Καὶ τὸ βράδυ, ὅταν ἐνύχτωνε, δὲν ἐτόλμα νὰ πάγῃ ν᾿ ἀνακατωθῇ μὲ τὰς ἄλλας γυναῖκας, διὰ νὰ ἀκούση τὰ Δώδεκα Εὐαγγέλια. Ἤθελε νὰ ἦτον τρόπος νὰ κρυβῇ ὀπίσω ἀπὸ τὰ νῶτα καμιᾶς ὑψηλῆς καὶ χονδρῆς ἢ εἰς τὴν ἄκραν οὐρὰν ὅλου τοῦ στίφους τῶν γυναικῶν, κολλητὰ μὲ τὸν τοῖχον, ἀλλ᾿ ἐφοβεῖτο, μήπως γυρίσουν καὶ τὴν κοιτάξουν.