Ὡραῖον καὶ πολὺ ζωντανόν, καὶ γραφικὸν καὶ παρδαλόν, ἦτο τὸ θέαμα. Οἱ πολυέλαιοι ὁλόφωτοι ἀναμμένοι, αἱ ἅγιαι εἰκόνες στίλβουσαι, οἱ ψάλται ἀναμέλποντες τὰ Πασχάλια, οἱ παπάδες ἱστάμενοι μὲ τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὴν Ἀνάστασιν ἐπὶ τῶν στέρνων, τελοῦντες τὸν Ἀσπασμόν.

Οἱ δοῦλες μὲ τὰς κορδέλας των καὶ μὲ τὰς λευκὰς ποδιὰς των, ἐμοίραζαν βλέμματα δεξιὰ κι ἀριστερά, καὶ ἐφλυάρουν πρὸς ἀλλήλας χωρὶς νὰ προσέχουν εἰς τὴν ἱερὰν ἀκολουθίαν. Οἱ παραμάννες ὡδήγουν ἀπὸ τὴν χεῖρα τριετῆ καὶ πενταετῆ παιδία καὶ κοράσια, τὰ ὁποῖα ἐκράτουν τὰς χρωματιστὰς λαμπάδας των, κι ἔκαιον τὰ χρυσόχαρτα, μὲ τὰ ὁποῖα ἦσαν στολισμέναι, κι ἔπαιζαν κι ἐμάλωναν μεταξύ των, κι ἐζητοῦσαν νὰ καύσουν ὄπισθεν τὰ μαλλιὰ τοῦ πρὸ αὐτῶν ἱσταμένου παιδίου. Οἱ λοῦστροι ἔρριπτον πυροκρόταλα εἰς πολλὰ ἄγνωστα μέρη, ἐντὸς τοῦ ναοῦ καὶ κατετρόμαζον τὶς δοῦλες. Ὁ μοναδικὸς ἀστυφύλαξ τοὺς ἐκυνηγοῦσεν, ἀλλ᾿ αὐτοὶ ἔφευγον ἀπὸ τὴν μίαν πλαγινὴν θύραν κι εὐθὺς ἐπανήρχοντο διὰ τῆς ἄλλης. Οἱ ἐπίτροποι ἐγύριζον τοὺς δίσκους, κι ἔρραινον μὲ ἀνθόνερον τὲς παραμάννες.