Ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποὺ εἶχεν ἀνάγκην ἀπὸ τὰς συστάσεις τῶν κομματαρχῶν διὰ νὰ διορίζεται δασκάλα, εἷς τῶν κομματαρχῶν τούτων, ὁ Παναγῆς ὁ Ντεληκανάτας, ὁ ταβερνιάρης, τὴν εἶχεν ἐκμεταλλευθῆ. Ἅμα ἤλλαξε τὸ ὑπουργεῖον, καὶ δὲν ἴσχυε πλέον νὰ τὴ διορίσῃ, τῆς εἶπεν:
– Ἔλα νὰ ζήσουμε μαζύ, καὶ ἀργότερα θὰ σὲ στεφανωθῶ.
– Πότε;
– Μετ᾿ ὀλίγους μῆνας, μετὰ ἓν ἑξάμηνον, μετὰ ἕνα χρόνον.
Ἔκτοτε παρῆλθον χρόνοι καὶ χρόνοι, κι ἐκεῖνος ἀκόμα εἶχε μαῦρα τὰ μαλλιὰ κι αὐτὴ εἶχεν ἀσπρίσει. Καὶ δὲν τὴν ἐστεφανώθη ποτέ.
Αὐτὴ δὲν ἐγέννησε τέκνον. Ἐκεῖνος εἶχε καὶ ἄλλας ἐρωμένας. Κι ἐγέννα τέκνα μὲ αὐτάς.
Ἡ ταλαίπωρος αὐτή, μανθάνουσα, ἐπιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, ὑπομένουσα, ἐγκαρτεροῦσα ἔπαιρνε τὰ νόθα τοῦ ἀστεφανώτου ἀνδρός της εἰς τὸ σπίτι, τὰ ἐθέρμενεν εἰς τὴν ἀγκαλιάν της, ἀνέπτυσσε μητρικὴν στοργήν, τὰ ἐπονοῦσε. Καὶ τὰ ἀνέσταινε, κι ἐπάσχιζε νὰ τὰ μεγαλώση. Καὶ ὅταν ἐγίνοντο δυὸ ἢ τριῶν ἐτῶν, καὶ τὰ εἶχε πονέσει πλέον ὡς τέκνα της, τότε ἤρχετο ὁ Χάρος, συνοδευόμενος ἀπὸ τὴν ὀστρακιάν, τὴν εὐλογιὰν καὶ ἄλλας δυσμόρφους συντρόφους, καὶ τῆς τὰ ἔπαιρνεν ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά της.