Τρία ἢ τέσσερα παιδία τῆς εἶχαν ἀποθάνει οὕτω ἐντὸς ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ἐτῶν. Κι αὐτὴ ἐπικραίνετο. Ἐγήρασκε καὶ ἄσπριζε. Κι ἔκλαιε τὰ νόθα του ἀνδρός της, ὡς νὰ ἦσαν γνήσια ἰδικά της. Κι ἐκεῖνα τὰ πτωχά, τὰ μακάρια, περιίπταντο εἰς τ᾿ ἄνθη τοῦ παραδείσου ἐν συντροφίᾳ μὲ τ᾿ ἀγγελούδια τὰ ἐγχώρια ἐκεῖ. Ἐκεῖνος οὐδὲ λόγον τῆς ἔκαμνε πλέον περὶ στεφανώματος. Κι αὐτὴ δὲν ἔλεγε πλέον τίποτε. Ὑπέφερεν ἐν σιωπῇ.
Κι ἔπλυνε κι ἐσυγύριζεν ὅλον τὸν χρόνον. Τὴ Μεγάλην Πέμπτην ἔβαπτε τ᾿ αὐγὰ τὰ κόκκινα. Καὶ τὰς καλὰς ἡμέρας δὲν εἶχε τόλμης πρόσωπον νὰ ὑπάγῃ κι αὐτὴ εἰς τὴν ἐκκλησίαν.
Μόνον τὸ ἀπόγευμα τοῦ Πάσχα, εἰς τὴν ἀκολουθίαν τῆς Ἀγάπης, κρυφὰ καὶ δειλὰ εἰσῆρπεν εἰς τὸν ναόν, διὰ ν᾿ ἀκούση τὸ «Ἀναστάσεως ἡμέρα» μαζὺ μὲ τὲς δοῦλες καὶ τὲς παραμάννες.
Ἀλλ᾿ Ἐκεῖνος, ὄτις ἀνέστη «ἕνεκα ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων», ὅστις ἐδέχθη τῆς ἁμαρτωλῆς τὰ μύρα καὶ τὰ δάκρυα, καὶ τοῦ λῃστοῦ τὸ Μνήσθητί μου, θὰ δεχθῆ καὶ αὐτῆς τῆς πτωχῆς τὴν μετάνοιαν, καὶ θὰ τῆς δώση χῶρον καὶ τόπον χλοερόν, καὶ ἄνεσιν καὶ ἀναψυχὴν εἰς τὴ βασιλείαν Του τὴν αἰωνίαν.