Τὴν Μεγάλην Παρασκευήν, ὅλην τὴν ἡμέραν, ἐρρέμβαζε κι ἔκλαιε μέσα της, κι ἐμοιρολολοῦσε τὰ νιάτα της, καὶ τὰ φίλτατά της, ὅσα εἶχε χάσει, καὶ ὠνειρεύετο ξυπνητή, κι ἐμελετοῦσε νὰ πάγῃ κι αὐτὴ τὸ βράδυ, πρὶν ἀρχήση ἡ Ἀκολουθία, ν᾿ ἀσπασθῇ κλεφτὰ κλεφτὰ τὸν Ἐπιτάφιον, καὶ νὰ φύγῃ, καθὼς ἡ Αἱμόρρους ἐκείνη, ἡ κλέψασα τὴν ἴασίν της ἀπὸ τὸν Χριστόν. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ὅταν ἤρχιζε νὰ σκοτεινιάζῃ, τῆς ἔλλειπε τὸ θάρρος καὶ δὲν ἀπεφάσιζε νὰ ὑπάγῃ. Τῆς ἤρχετο παλμός.

Ἀργὰ τὴν νύκτα, ὅταν ἡ ἱερὰ πομπή, μετὰ σταυρῶν καὶ λαβάρων καὶ κηρίων, ἐξήρχετο τοῦ ναοῦ, ἐν μέσῳ ψαλμῶν καὶ μολπῶν καὶ φθόγγων, ἐναλλὰξ τῆς μουσικῆς τῶν ὀρφανῶν Χατζηκώστα, καὶ θόρυβος καὶ πλῆθος καὶ κόσμος εἰς τὸ σκιόφως πολύς, τότε ὁ Γιαμπής, ὁ ἐπίτροπος, προέτρεχεν νὰ φθάση εἰς τὴν οἰκίαν του, διὰ νὰ φορέσῃ τὸν μεταξωτὸν κεντητόν του σκοῦφον, καὶ κρατῶν τὸ ἠλέκτρινον κομβολόγιόν του νὰ ἐξέλθῃ εἰς τὸν ἐξώστην μὲ τὴ ματαιουμένην ἀπὸ ἔτους εἰς ἔτους ἐλπίδα, ὅτι οἱ ἱερεῖς θὰ ἀπεφάσιζον νὰ κάμουν στάσιν καὶ ν᾿ ἀναπέμψουν δέησιν ὑπὸ τὸν ἐξώστην του, τότε καὶ ἡ πτωχὴ αὐτή, Χρηστίνα ἡ Δασκάλα (ὅπως τὴν ἔλεγαν ἕναν καιρὸν εἰς τὴν γειτονιάν), εἰς τὸ μικρὸν παράθυρον τῆς οἰκίας της, μισοκρυμμένη ὄπισθεν τοῦ παραθυροφύλλου, ἐκράτει τὴν λαμπαδίτσαν της, μὲ τὸ φῶς ἴσα μὲ τὴν παλάμην της, κι ἔρριπτεν ἄφθονον μοσχολίβανον εἰς τὸ πήλινον θυμιατόν, προσφέρουσα μακρόθεν τὸ μύρον εἰς Ἐκεῖνον, ὅστις ἐδέχθη ποτὲ τὰ ἀρώματα καὶ τὰ δάκρυα τῆς ἁμαρτωλοῦ, καὶ μὴ τολμώσα ἐγγύτερον νὰ προσέλθη καὶ ἀσπασθῆ τοὺς ἀχράντους καὶ ἡλοτρήτους καὶ αἱμοσταγεῖς πόδας Του.