Τὸ πρόσωπό μας εἶναι ἡ Ἐκκλησία μας, ποὺ μᾶς ἑνώνει ἁπανταχοῦ τῆς Γῆς. Τὴν ἀρνηθήκαμε, ὅπως ἀρνηθήκαμε τὸν Καποδίστρια καὶ τὸν Κολοκοτρώνη.

Πιστεύω ὅτι ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση ἦταν σημαντική, ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ ποὺ μεταφυτεύτηκε ἔτσι αὐτούσια στὸ κράτος μας, χωρὶς νὰ δικαιωθεῖ ἡ συνεχὴς ἐπανάσταση τῶν μορίων τῆς ὕλης καὶ ἡ ἰδανικὴ ἰσοπολιτεία ποὺ ἐπικαλεῖται.

Δίνοντας ἀντιπαροχὴ ὅμως μιὰ παλιοκαλύβα, χτίζεται μιὰ πολυκατοικία. Ἔτσι κατοικῶ σὲ ζεστὸ σπίτι, ἀποκαθιστῶ τὴν κόρη μου καὶ τρώγω ψωμί. Πῶς θὰ κατηγορήσω τὸ μπετόν;

Ὅλα εἶναι δεκτά, ὅταν δικαιολογοῦνται ἀπὸ τὴν ἀνάγκη — ἀκόμα καὶ τὴ σχετικὴ ἐκμετάλλευση τῶν ἀρχιτεκτόνων. Ἄλλωστε, αὐτὸ εἶναι τὸ ἑλληνικὸ ταλέντο: νὰ χτίζουμε ἢ νὰ ὑποσχόμαστε σπίτια.

Αἰσθάνθηκα ὅτι γιὰ νὰ ἀναστήσω τὸν αὐτοκτονήσαντα νέον Ἀντρέα Δημακούδη τοῦ πρώτου μου βιβλίου (ποὺ εἶμαι ἐγώ), ἔπρεπε νὰ προσευχηθῶ σὲ ὅλα τὰ πράγματα γιὰ νὰ μὲ δώκουν Ζωή.

Ἔπρεπε, γιατί ὁ Βαφόπουλος μὲ συνάντησε μιὰ μέρα στὸ νεκροταφεῖο καὶ μ’ ἔβρισε: «Σὲ βλέπουμε ζωντανότατο. Ἀπὸ τὴ μιὰ αὐτοκτονεῖς στὰ βιβλία σου, ἀπὸ τὴν ἄλλη κόβεις βόλτες».

Δὲν πιστεύω σὲ κανενὸς εἴδους ἰδέα. Οἱ ἰδέες προφέρονται στὸ ἐξωτερικὸ ἀηδίες (ideas). Εἶμαι [ὅμως] πραγματιστής, ὄχι ὑλιστής. Ἐπανέρχομαι στὴν τῶν πραγμάτων ἀλήθειαν.