Ἂν μή τι ἄλλο, ἡ φυσιογνωμικὴ συγγένεια ἐμποδίζει τὴν ἐλευθερία νὰ ταυτίζεται μὲ τὴν ἀσυναρτησία: δὲν χρειάζεται νὰ μή μοιάζεις μὲ κανένα γιὰ νὰ εἶσαι ἐλεύθερος. Ἐπιπλέον, ὅταν τὰ παιδιὰ συνειδητοποιοῦν διαφορὲς μὲ τοὺς γονεῖς στὸν χαρακτῆρα, ἡ φυσιογνωμικὴ συγγένεια ὑπενθυμίζει τὴν ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴν σχέση τῶν γονιῶν μεταξύ τους, ἡ ὁποία κατὰ κανόνα ἢ ἔστω μόνο ἐνδεχομένως θεμελιώνεται στὴν ἀμοιβαία ἐπιλογή, καὶ στὴν σχέση τῶν ἴδιων μὲ τοὺς γονεῖς, ἡ ὁποία θεμελιώνεται στὴν ἀπόφαση τῶν γονιῶν ἀναγκαῖα καὶ ἀποκλειστικά. Ἡ προέλευση τῆς μορφῆς τους συμβολίζει τὴν ἐξάρτησή τους ἀπὸ τὴν σεξουαλικὴ συνεύρευση τῶν γονέων.
Ἂν ὅλων προηγεῖται ἡ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ νὰ δημιουργήσει τὸν ἄνθρωπο, τότε ἡ φυσιογνωμικὴ συγγένεια ἐνδέχεται νὰ διευκολύνει ἐπίσης τὸ συμπέρασμα ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἔχει μιὰ ὁμοιότητα πρωταρχικὰ μὲ τὸν Θεὸ μόνο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὅλοι προερχόμαστε, καὶ ὅτι ἀκόμα καὶ ἡ πρωταρχικὴ αὐτὴ καὶ ὕψιστη ὁμοιότητα δὲν καθορίζει τὸν χαρακτῆρα.
Μὲ τοὺς τρόπους αὐτοὺς καὶ παρόμοιους ἡ κληρονομικὴ ὁμοιότητα τῶν παιδιῶν μὲ τοὺς γονεῖς τους, πολὺ πέρα ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι βιολογικὴ ἀνάγκη ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἐλευθερία, παιδαγωγεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ καταλαβαίνει στὸν Θεὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐλευθερίας του ἀπρόσβλητης καὶ ἀκέραιης, μέσα καὶ πέρα ἀπὸ κάθε δεδομένη συγγένεια μαζί Του.