Ἔζησε ὁλοένα ἄρρωστος, φχαριστῶντας τὸ Θεὸ γιὰ ὅλα. … Ὅ,τι εἶχε, τὤδινε στοὺς φτωχούς, κι ὅπως ἕνας ἄλλος ζηλεύει τὴν καλοπέραση, αὐτὸς ζήλευε τὴ φτώχια. Γιὰ τοῦτο ἔγραψε στὰ χαρτιά του: “Ἀγαπῶ τὴ φτώχια γιατὶ κι ὁ Χριστός μας τὴν ἀγάπησε“. Ὁλοένα δόξαζε τὸ Θεό, ἄρρωστος καὶ βασανισμένος, σὰν τὸν Ἰώβ. Ὅποιος θέλει νὰ κλάψει, ἂς διαβάσει τὴ ζωή του γιὰ νὰ δεῖ βάσανα βαρειά. Καὶ τὰ τράβηξε ὁ καλότυχος μὲ ὑπομονὴ καὶ μὲ ἡσυχία, πιστεύοντας πὼς ὁ Θεὸς “μαστιγοῖ υἱὸν ὃν παραδέχεται”.

Οἱ φτωχοὶ ἤτανε οἱ φίλοι του, καὶ γιὰ νά ‘ναι σὰν καὶ δαύτους, ἔγινε καὶ κεῖνος φτωχός, γιατὶ ἐξὸν ἀπὸ τ’ ἄλλα, δὲν ἄφησε μήτε χαλὶ στὸ σπίτι του, μήτε ἄλλο τίποτα, ποὺ νὰ τὸν χωρίζει ἀπὸ τοὺς ἀγαπημένους του τοὺς φίλους. … Κι ὅλη τούτη ἡ καλωσύνη ἔβγαινε ἀπό ‘να κορμὶ ποὺ ἤτανε ἄρρωστο ὁλοένα, καὶ βασανιζότανε δίχως νὰ βρεῖ ἀνάπαψη. Ὁλοένα δόξαζε τὸ Θεό, γιατὶ ἔλεγε πὼς δίχως τὴν ἀρρώστεια δὲ θά ‘πλωνε τὰ χέρια του νὰ παραδοθεῖ στὸν Πατέρα του ποὺ βλέπει στὰ κρυφὰ καὶ ξετάζει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Γιὰ τοῦτο, τὸ πιὸ ἀγαπημένο βιβλίο του ἤτανε τὸ Ψαλτήρι, ὕστερ’ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ πρὸ πάντων ὁ ψαλμὸς 118, ποὺ λέγει: “Μακάριοι οἱ ἄμωμοι ἐν ὁδῷ, οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου. Μακάριοι οἱ ἐξερευνῶντες τὰ μαρτύρια αὐτοῦ, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ ἐκζητήσουσιν αὐτόν”. …