Τὶς τελευταῖες μέρες μιλοῦσε ὁλοένα γιὰ τοὺς φτωχούς, καὶ νοιαζότανε περισσότερο γιὰ δαύτους παρὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Μάλιστα φοβότανε μήπως γιάνει, κι ἔλεγε στοὺς δικούς του: “Ξέρω τί ἐπικίνδυνο πρᾶμα εἶναι ἡ ὑγεία“. Καὶ σὰν τοὺς ἔβλεπε νὰ πικραίνουνται, τοὺς ἔλεγε: “Μή μὲ λυπόσαστε· ἡ ἀρρώστεια εἶναι ἡ ἀληθινὴ κατάσταση ποὺ πρέπει νὰ βρίσκεται ὁ χριστιανός, γιατὶ μὲ τούτη εἶναι ὅπως ἔπρεπε νά ‘ναι μέσα στὴν ἀγωνία καὶ στὸν πόνο, στερημένος ἀπ’ ὅλα τὰ καλὰ κι ἀπὸ τὶς ἡδονὲς τῆς σάρκας, λευτερωμένος ἀπ’ ὅλα τὰ πάθη ποὺ τὸν βασανίζουνε σ’ ὅλη τὴ ζωή του, δίχως φιλοδοξία, δίχως φιλαργυρία, περιμένοντας ὁλοένα τὸ θάνατο“. …

Γιὰ τοῦτο ἡ εὐλάβειά του δὲν εἶναι μιὰν ἠθικολογία κοινωνική, ποὺ μποροῦσε νὰ γίνει καὶ χωρὶς τὸν Χριστό, ὅπως κάνανε οἱ πρὶν Χριστοῦ ἠθικολόγοι, κι ὅπως κάνουνε οἱ χριστιανοὶ πού ‘ναι ὀργανωμένοι μὲ κάποιο κοσμικὸ σύστημα, ἀλλὰ ἡ πίστη στὸ ἀποκαλυπτικὸ πνεῦμα τοῦ χριστιανισμοῦ, στὰ μυστήρια καὶ στοὺς ἱεροὺς τύπους τῆς θρησκείας, ποὺ μόνο μὲ δαύτη ἀξιώνεται ὁ ἄνθρωπος τὴ θεία χάρη καὶ τὴ φλογερὴ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο, ὁποὺ δὲν εἶναι ἐκεῖνο τὸ στεγνὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες τοῦ διπλανοῦ μας, ποὺ τὸ λένε φιλανθρωπία κ’ ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ ἡ ἀληθινὴ ἡ ἀγάπη ποὺ καίει τὴν καρδιὰ καὶ σμίγει τὴ μιὰ ψυχὴ μὲ τὴν ἄλλη σ’ ἕναν δεσμὸ ὁλότελα διαφορετικὸν ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους. …