Ἡ ἱστοριογραφία δὲν εἶναι ἀκτινογραφία, ἀλλὰ κατ’ ἀρχὴν φιλία τῆς ἱστορίας, ὥστε ὡς τέτοια κατ’ ἀνάγκην παραμένει πιστὴ στὰ κριτήριά της καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα στὴν κύρια ἀπαίτησή της, στὸ κεντρικὸ κριτήριο ὅπου θεμελιώνει κάθε φιλία τὶς ἱεραρχήσεις της.

Ὁ ἱστορικὸς δὲν ἰσοπεδώνει τὰ πάντα πρὸς ὄφελος δῆθεν ἀντικειμενικότητος, ἀλλὰ χρειάζεται νὰ δηλώνει τὸ κριτήριό του, ἀπ’ ὅπου προέρχονται οἱ ἱεραρχήσεις, ἐντάσεις καὶ ἀποσιωπήσεις του — τίποτα δύσκολο ἢ δυσάρεστο γιὰ ὅποιον χαίρεται ὅταν ἔχει μιὰ φιλία καὶ αἰτίες θαυμασμοῦ.

Τὸ καθῆκον τοῦ ἱστορικοῦ δὲν εἶναι ‘καθῆκον’ ἀλλὰ εὐχαρίστηση, ὅπως φαίνεται καὶ στὸν Κόντογλου, ὁ ὁποῖος προτάσσει τὴν πίστη στὸν Χριστὸ ὡς μέτρο γιὰ τὴν ἀξιολόγηση τῆς ἱστορίας.

Συχνὰ τὸ Βυζάντιο κινδύνευε ἀπὸ λάθη, ἀλλὰ παρέμενε καλύτερο τοῦ ἑαυτοῦ του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργήσει τὴν πιὸ ὑψηλὴ θεολογία ποὺ ἔχει γνωρίσει μέχρι σήμερα ἡ χριστιανοσύνη, τὴν Εἰκονογραφία καὶ Λειτουργικὴ ποὺ δὲν ἔχουμε ὑπερβεῖ οὔτε οἱ Ὀρθόδοξοι οὔτε κανείς, πάνω ἀπ’ ὅλα τὴν ἴδια τὴν ζωντανὴ πίστη ποὺ παραμένει στοὺς ὀρθόδοξους λαοὺς περισσότερο ἀπὸ ὁπουδήποτε.