Ἡ φράση τοῦ Ρίλκε ἀληθεύει ἔστω μόνο στοὺς δικούς της ὅρους, ἐνῷ δὲν λανθάνει οὔτε κἂν ἀκούσιο ψεῦδος. Ἡ Σημασία δὲν εἶναι λειψή, ἐπειδὴ προέρχεται ἀπὸ ἐπίγνωση πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἐκείνου ἀκριβῶς τοῦ βιώματος, τοῦ ὁποίου τὴν ἀπουσία διαπιστώνει ὀδυνηρά, ὥστε τὸ θεμέλιο μεταδίδει ἀκόμα καὶ στὴν ἐπίγνωση τῆς ὀδύνης τὴν δική του πρωταρχικὴ θέρμη, παρουσιάζεται στὴν φράση κυρίως τὸ κύριο, χάρη στὸ ὁποῖο ὁ πόνος εἶναι γνήσιος καὶ δυνατός. Ἡ στερεότητα τῆς μορφῆς, ἀνέφικτη ἂν δὲν ὑπῆρξε γνήσιο βίωμα χώρου ζωῆς καὶ παρουσίας, ὁ ὁποῖος ἀναπόφευκτα μὲ κάθε ἀπώλεια κλείνει προδίδοντας τὴν ἴδια τὴν φύση του, κάνει τὸ ἔργο τοῦ Ρίλκε ἀφορμή, δυνατότητα ἔμπνευσης, ἀπ’ ὅπου καθένας ἀνάλογα μὲ τὴν προσωπική του εὐαισθησία καὶ γονιμότητα μπορεῖ νὰ ἀνάγεται στὴν ἴδια καὶ σὲ νέες ἐπιγνώσεις καὶ γνήσιες συσχετίσεις.

Ἡ διαφορὰ αὐτή, ἔστω μόνη της, εἶναι ἀναγνωρίσιμη καὶ μάλιστα ὡς ἀξιολογική, ἀπαγορεύοντας νὰ θεωρηθοῦν ἄξιες τοῦ ἴδιου σεβασμοῦ οἱ δύο φράσεις, ἀκόμη κι ἂν ὁ ἀναγνώστης δὲν ἐνδιαφέρεται νὰ ἔχει προσωπικὴ ἐπίγνωση καμμιᾶς ὀδύνης: ἀκόμα καὶ ὁ ψυχρὸς ὑπολογιστής, ἂς ποῦ¬με ὁ Καστοριάδης, εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ παραδεχτεῖ ὅτι στὴν φράση τοῦ Ρίλκε ὑπάρχει πάντως μιὰ ὁλόκληρη, γνήσια καὶ γόνιμη Σημασία, ἐνῷ στὴν φράση τοῦ Σινόπουλου κομμάτια τῆς Σημασίας καὶ πάλι ἀμφίβολης γνησιότητας, ὥστε καὶ ἀστάθεια ποιητικὴ / φιλοσοφική.