Τὰ κονσέρτα γιὰ πιάνο τοῦ Μότσαρτ, οἱ σονάτες γιὰ πιάνο καὶ τὰ κουαρτέτα τοῦ Μπετόβεν, οἱ σονάτες καὶ παρτίτες γιὰ βιολί, οἱ σουίτες γιὰ τσέλο, καὶ ἡ μουσικὴ προσφορὰ τοῦ Μπάχ, τὰ τραγούδια τοῦ Σοῦμπερτ, καὶ οἱ Συμφωνίες τοῦ Σιμπέλιους ἀποτελοῦν γιὰ μένα τὴν ἀνθολογία τῶν ἀνθολογιῶν. Θὰ προτιμοῦσα πάντως νὰ μὴν χάσω οὔτε τὶς Συμφωνίες καὶ τὰ κονσέρτα γιὰ πιάνο τοῦ Μπετόβεν, τοῦ Μπρὰμς καὶ τοῦ Σοῦμαν, τὶς καντάτες καὶ τὴν τέχνη τῆς φούγκας τοῦ Μπάχ, τὰ κονσέρτα γιὰ πιάνο τοῦ Σοπέν, τὰ ‘πνευματικὰ’ κονσέρτα τοῦ Σύτς, καὶ τὶς Συμφωνίες τοῦ Μπροῦκνερ ποὺ εἶναι σὰν ἕνα μεγάλο ποτάμι χωρὶς ἐκβολές.

Ἀκόμη καὶ τὸ τέλος τῆς 1ης Συμφωνίας, μὲ τὴν δραματικὴ ὑπερβολή, καὶ ἡ πιὸ ‘σκοτεινὴ’ 4η, ἔργο ποὺ ὁ Σιμπέλιους ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα, γιὰ τὸ ὁποῖο ἔλεγε ὅτι δὲν θὰ προσέθετε καὶ δὲν θὰ ἀφαιροῦσε οὔτε μία νότα, ἀδυνατοῦν νὰ ἀποφύγουν τὴν ἀέρινη μεγαλοπρέπεια, τὴν λεπτότητα, διαύγεια καὶ εὐγένεια τῆς μουσικῆς του, μιὰ ἐσωτερικὴ καλωσύνη ποὺ συχνὰ πλησιάζει ὁ Μότσαρτ, ἀλλὰ εἶναι τὸ ἴδιο ἐντυπωσιακὴ σὲ ὁρισμένα μέρη τοῦ Μπετόβεν. Χάρη στὸ συγκεκριμένο ἰδίωμα ὁ κύκλος τῶν Συμφωνιῶν αὐτῶν μοῦ εἶναι ἀπαραίτητος.