Ἡ πραγματικότητα τοῦ ἔργου ὡς ζωντανῆς ὕπαρξης ποὺ θέτει ὅρια στὸν δημιουργό της, ἦταν βέβαιη καὶ ἰσχυρὴ ἐντός του. Ἡ δήλωσή του δὲν ἔχει προγραμματικὲς ἀφορμές, εἶναι μιὰ ἀνάμνηση καὶ μαζὶ συμβουλή, προέρχεται ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς σιωπῆς — χωρὶς κοινὸ δὲν ὑπάρχει δημιουργός, ἀλλὰ ὁ δημιουργὸς δὲν ἄγεται καὶ φέρεται ἀπὸ τὸ κοινό του: “τὸ πλαίσιο μιᾶς Συμφωνίας πρέπει νὰ εἶναι τόσο ἰσχυρὸ ὥστε νὰ σὲ ἀναγκάζει νὰ τὸ ἀκολουθήσεις ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ περιβάλλον καὶ τὶς περιστάσεις: εἶναι μιὰ ἠθικὴ ἀναγκαιότητα. […] Ἡ Συμφωνία πρέπει πάντα νὰ ἔχει τὴν ἀναγκαιότητά της ἐσωτερική, νὰ εἶναι ἐσωτερικὰ ἀναπόφευκτη.”

Πιὸ μέθυσος ἀπ’ τὸν Παπαδιαμάντη κι ἐρωτευμένος ὣς τὸ τέλος, δὲν πτοήθηκε ἀπὸ τὴν παράδοξη ἀντιστροφή, κι ἂς μὴν τοῦ ἄρεσε ἡ σιωπὴ ποὺ ἕπεται ἀντὶ νὰ προηγεῖται, δὲν τοῦ κόστισε ὑπερβολικά, κυρίως ἐπειδὴ δὲν ἦταν ἐστέτ. Εἶχε ἄλλη φύση καὶ ἀνάλογο αἴτημα. “Ἐγὼ εἶμαι σὰν ἕνα γυάλινο πρῖσμα, ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ μέσα του λάμπω”, ἔγραφε στὴν Ἄινο, ὁ γάμος του μὲ τὴν ὁποία θὰ διαρκοῦσε 65 χρόνια. “Ἐσὺ εἶσαι ἕνα διαμάντι, λάμπεις ἀκόμα καὶ στὸ σκοτάδι […] Νὰ θυμᾶσαι, δὲν πρέπει νὰ πεθάνεις ὅσο ἀκόμα εἶμαι ζωντανός, καὶ δὲν θὰ τὸ κάνεις, τὸ γνωρίζω”. Ἡ Ἄινο πέθανε δώδεκα χρόνια μετὰ τὸν Σιμπέλιους, τὸ 1969.