Ὁ Berglund (Φιλαρμονικὴ τοῦ Ἑλσίνκι) εἶναι ἰσορροπημένος ἀλλὰ καὶ διστακτικός, καταλήγοντας νὰ ὑπονομεύει τὸ στοιχεῖο τῆς ροϊκότητας ποὺ εἶναι ἀπολύτως κρίσιμο στὴν ἑρμηνεία τῶν ἔργων αὐτῶν.
Ὁ Bernstein (Φιλαρμονικὴ τῆς Νέας Ὑόρκης) ἔχει ἱκανὴ δύναμη καὶ ἀκρίβεια, ἀλλὰ μειονεκτεῖ σὲ μουσικότητα καὶ ἑρμηνεύει ἀποστασιοποιημένα, σὰν νὰ μὴν ἀπολαμβάνει.
Ὁ Anthony Collins (Συμφωνικὴ τοῦ Λονδίνου) εἶναι ἤπιος, λίγο βιαστικός, κάποτε ἄτσαλος, καὶ συχνὰ γίνεται ἀδιάφορος.
Μὲ τὸν Colin Davis (Συμφωνικὴ τοῦ Λονδίνου) ἀκούω τὸν Σιμπέλιους πρὶν ἀποκτήσω ἄλλες ἐκδόσεις καὶ εἶμαι ἀρκετὰ δεμένος μὲ τὶς ἑρμηνεῖες του, μολονότι συγκρίνοντας δὲν μπορῶ νὰ πῶ ὅτι δὲν ὑπάρχουν καλύτερες. Καὶ στὶς δύο ἑρμηνεῖες του εἶναι ἄλλοτε ἔντονος καὶ ἄλλοτε ἄνευρος, πάντα ὅμως προσεκτικὸς καὶ ἀκριβής, ἰσορροπημένος σὲ ταχύτητες καὶ μουσικός.
Ἡ ἑρμηνεία τοῦ Alexander Gibson (Βασιλικὴ Ἐθνικὴ Ὀρχήστρα τῆς Σκωτίας) ἔχει καλὲς ἐμφάσεις ποὺ δὲν ξενίζουν, ἀλλὰ καὶ βιασύνη καὶ μουτζουρώματα.
Ὁ Jarvi (Gothenburg Symphony Orchestra) ἀρκετὰ ἔντονος, ἔχει καλὴ ἄρθρωση, μουσικότητα καὶ ἰσορροπία. Ἀπὸ τὶς ἑρμηνεῖες ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται κανεὶς νὰ παραμελεῖ.