Ὁ Πλάτων γνώριζε γιὰ τὴν ποίηση ὅτι δὲν σημαίνει τὴν ἁρμονία μιᾶς ἄψογης πειθαρχίας, ἀλλὰ δῶρο. Τὸ ἔκανε ἁπτὸ ὰπὸ μιὰ πλευρὰ ὁ Σιμπέλιους μὲ τριάντα χρόνια συνθετικῆς ἀπραξίας καὶ (ὅ,τι προσπάθησε νὰ δημιουργήσει ἀπὸ) μιὰ 8η Συμφωνία, ποὺ κάποια στιγμὴ πέταξε στὴ φωτιὰ τῆς Ἄινολα, χωρὶς νὰ μπορέσουν νὰ τὸν βοηθήσουν οὔτε ἡ ἐκπαίδευσή του οὔτε ἡ πεῖρα τόσων σπουδαίων ἔργων ποὺ προηγήθηκαν, οὔτε κἂν ἡ μεγαλοφυΐα του. Φοβόταν ὅτι θὰ ξεπεραστεῖ, ἀλλὰ ὄχι ἀπὸ κενοδοξία. Νόμιζε πὼς ἡ ἐμφάνιση ἱκανῶν ἀνταγωνιστῶν θὰ ζημίωνε τὰ οἰκονομικά του, ποὺ σπανιότατα ὑπῆρξαν κάτι ἄλλο ἀπὸ ἑστία ἀνησυχίας καὶ ταλαιπωρίας: “εἶμαι φτωχός, τόσο φτωχὸς ποὺ ἀναγκάζομαι νὰ γράφω μικρὰ κομμάτια”, ἐξομολογεῖτο σὲ ἡλικία 50 ἐτῶν, διάσημος ἤδη. Εἶχε ὅμως ἐπίγνωση καὶ τῆς ἄλλης πενίας, ἐκείνης ποὺ ἀγνοοῦν οἱ περισσότεροι μολονότι κανεὶς δὲν τὴν ἀπέφυγε: “τὸ adagio τῆς 5ης Συμφωνίας μου;” ρώταγε δείχνοντας ποιὰ σημασία εἶχε γιὰ τὸν ἴδιο, “ὅτι σὲ μένα, στὸ φτωχαδάκι ποὺ εἶμαι, δίνονται στιγμὲς τέτοιου πλούτου!” Καὶ ἀναλογιζόταν τὰ προσωπικὰ λάθη ὡς ἐνδείξεις ὅτι ἡ ἀρχὴ τοῦ ἔργου τέχνης δὲν δεσμεύεται ἀπὸ τὸν μόχθο τοῦ δημιουργοῦ: “παράξενο ὅτι δὲν εἶμαι τελείως ἄχρηστος, ἀφοῦ ἔχω κάνει τόσο πολλὰ στὴ ζωή μου ποὺ εἶναι ἀκριβῶς ἀντίθετα ἀπ’ ὅσα ἔπρεπε νὰ κάνω”.