Ὁ Segerstam (Φιλαρμονικὴ τοῦ Ἑλσίνκι) εἶναι μουσικὸς καὶ ἰσορροπημένος, ἔχοντας κερδίσει μεγάλη οἰκειότητα μὲ τὰ ἔργα αὐτά. Ἀπὸ τὶς καλύτερες ἑρμηνεῖες μαζὶ μὲ τὶς δύο ἑπόμενες, τοῦ Osmo Vanska (Συμφωνικὴ τοῦ Lahti), καὶ τοῦ Ἐσθονοῦ Arvo Volmer (Adelaide Symphony Orchestra).

Οἱ τρεῖς τελευταῖες βρίσκονται κοντὰ ἡ μία στὴν ἄλλη καὶ εἶναι κορυφαῖες. Ἂν ἔπρεπε νὰ ξεχωρίσω ὁπωσδήποτε μία, θὰ ἐπέλεγα ἴσως τοῦ Βόλμερ, γιὰ τὶς τολμηρὲς ἐμφάσεις, τὰ μουσικότατα πνευστά, πάνω ἀπ’ ὅλα γιὰ τὴν δυνατότητά του νὰ ἑρμηνεύει μὲ τὴν ἀκριβῶς κατάλληλη διάρκεια καὶ δυναμικὴ σημεῖα ποὺ ἄλλοι παρουσιάζουν σὰν φλύαρα ἐνῷ καθόλου δὲν εἶναι.

Ὑπάρχει φλυαρία τῶν κριτηρίων τῆς σύνθεσης καὶ φλυαρία ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ αὐτά. Ἀπὸ τὴν πρώτη ὑποφέρει ὁ ἀνώριμος, ἡ δεύτερη ἀνήκει στὰ ὅρια καθενὸς καὶ εἶναι ἀναπόφευκτη, ἀλλὰ καὶ σὰν ἀνύπαρκτη ὅταν πρόκειται γιὰ μεγάλα μεγέθη, βασανίζει τὸν δημιουργὸ ἐνῷ στοὺς ἄλλους δὲν γίνεται κἂν ὁρατή. Γράφοντας μὲ τὴν ψυχή του, φυσικὰ ὁ Σιμπέλιους εἶχε ἐπίγνωση πόσο ἐχθρεύεται ἡ φλυαρία τὸ ἔργο τέχνης. “Ποτὲ μὴν γράψεις μία νότα ποὺ δὲν εἶναι ἀναγκαία. Κάθε νότα πρέπει νὰ ζεῖ.” Σκοπὸς τῆς σύνθεσης εἶναι ἡ σύμπτωση μὲ τὴν πραγματικὴ ἀρχή, μὲ τὴν πρώτη Ἰδέα, “σὰν ὁ Θεὸς Πατέρας νὰ εἶχε ρίξει στὴ γῆ κομμάτια ἑνὸς μωσαϊκοῦ ἀπὸ τὸ δάπεδο τῶν οὐρανῶν ζητῶντας μου νὰ βρῶ καὶ νὰ φτιάξω τὸ σχέδιο.”