Ιδιαίτερα στην Δύση η χριστιανοσύνη δεν είχε ακόμη εδραιώσει συνολική κοσμοθεωρία, όπως είχε συμβεί στην Ανατολή με τον Ωριγένη και τον Γρηγόριο Νύσσης. Τη συνολικότητα, όπως φαίνεται, χρειαζόταν ο Βοήθιος, και έτσι ενώ ως τότε η δημιουργικότητά του στρεφόταν στον Αριστοτέλη, για την έσχατη έμπνευσή της δεν αμελεί τον Πλάτωνα. Ο Βοήθιος κλείνει τον βίο του σαν ένας χριστιανός που αγάπησε τον κόσμο ως κόσμο των μορφών της ελληνικής αρχαιότητας, και αφήνοντας αντί διαθήκης την επίγνωση ότι ευτυχία των ανθρώπων είναι η μεταμόρφωσή τους στην ένωση με τον Θεό («divinitatem adeptos deos fiery»: Consolatio III.10a, 87-88).

Οι θεολογικές πραγματείες του δεν έχασαν ποτέ μια σπουδαιότητα, όμως —πέρα από εξαιρέσεις, όπως σε μερικά πανεπιστήμια της κεντρικής Ευρώπης— τη θέση τους ως μεθοδολογικών προϋποθέσεων παραχώρησαν στις Προτάσεις (Sententiae) του Πέτρου Λομβαρδού.

Ο σχολιασμός του στο Περί Ερμηνείας επηρέασε τη μεσαιωνική θεωρία της λογικής περισσότερο από το ίδιο το έργο του Αριστοτέλη. Στα κείμενα του Βοήθιου έχουν την αρχή τους συζητήσεις όπως εκείνη μεταξύ νομιναλιστών και ρεαλιστών, οι οποίες στη συνέχεια αναπτύσσονται ανεξάρτητα, αλλά και συζητήσεις στις οποίες ο Βοήθιος ασκεί συνεχώς επιρροή έως τον ύστερο μεσαίωνα, όπως στην προτασιακή λογική.