Εύστοχα συσχετίζεται η εκδίωξη των Μουσών στο πρώτο μέρος του έργου με την εξορία του Ομήρου από την πλατωνική Πολιτεία. Η εντύπωση για τον βίο ως ‘περιπετειώδη’ είναι ο τρόπος με τον οποίο η απερισκεψία οικειοποιείται την εγγενή μεταβλητότητα της ύπαρξης, όμως η πραγματική φύση του χρόνου ως κινητού αιώνος επιζητεί αναγωγή στη θεία πρόνοια και επίγνωση νοηματικής σταθερότητας και ασφάλειας. Έτσι ο Βοήθιος αξιοποιεί τη στωϊκή πεποίθηση περί ιερής σημασίας των αναγκαιοτήτων του βίου. Ο Θεός γνωρίζει όλο τον χρόνο στη μία ‘στιγμή’ της αιωνιότητας —τίποτα δεν έπεται, δεν έχει παρέλθει και δεν είναι άγνωστο.
Ο Βοήθιος ταυτίζεται με τον τύπο του φιλόσοφου βασιλιά, υφιστάμενος απογοήτευση παρόμοια με εκείνη που επιφύλαξε στον Πλάτωνα η Σικελία. Οι θεμελιώδεις έννοιες της Παρηγοριάς της Φιλοσοφίας ανάγονται στον πλατωνισμό, όμως ο Δημιουργός προσεγγίζεται με ένταση και θέρμη που γίνεται δυνατή μόνο μετά την Ενανθρώπηση, έστω και με χαρακτηριστικά για τη λατινόφωνη ιδίως χριστιανοσύνη αισθήματα ενοχής ενώπιον δικάζοντος Θεού («ante oculos iudicis cuncta cernentis»: Consolatio V.6, 175-6).
Έχει υποστηριχθεί ότι ο Βοήθιος σκόπευε με την εναλλαγή πεζού λόγου και στίχων να δείξει σχετική την αξία της φιλοσοφίας, ή ακόμη να την απαξιώσει, επειδή τέτοια γραφή συνηθιζόταν σε σατιρικά έργα, όμως η σοβαρότητα της σύνθεσης και η ολοφάνερη αγάπη του για τα κλασικά γράμματα δεν επιτρέπει τέτοιο συμπέρασμα. Άλλωστε, αν απουσίαζε αγάπη και πεποίθηση στην κλασική παιδεία, το έργο του δεν θα είχε φθάσει στην ποιότητα η οποία το ανέδειξε μόνιμη πηγή έμπνευσης για τους ερχόμενους αιώνες, όταν σταδιακά η κλασική ελληνική φιλοσοφία γίνεται θεμέλιο της μεσαιωνικής σκέψης και μια αναφαίρετη διάστασή της.