Οι Ιδέες (rationes, λόγοι) που συγκροτούν τα πλάσματα, μερίζουν την υπέρχρονη απλή Ιδέα του κόσμου. Η εκ του μηδενός δημιουργία σημαίνει το μηδέν ως την ίδια την υπερβατική ακατάληπτη θεία ύπαρξη, απ’ όπου και όπου δημιουργείται ο κόσμος. Απειρία χαρακτηρίζει τον κόσμο όσο τη θεότητα, και αφορά στην οντολογική σύστασή του όσο στην απειρία της γνώσης που αποκτούν τα έλλογα όντα. Στην αυθεντική κοσμολογική Ιδέα του ο κόσμος θα επιστρέψει ακολουθώντας μια πορεία εκπνευμάτωσης, κορυφή της οποίας είναι η απόλυτη ενότητα του θεούμενου ανθρώπου με τη θεία φύση.

Συμμεριζόμενος την πλατωνική επίγνωση μαζί με τον Γρηγόριο Νύσσης, ο Εριγένης καταλαβαίνει νοερή τη φύση της ύλης, και δείχνει την αυθεντική ανθρώπινη φύση πέρα από τις οφειλόμενες στην πτώση ιδιότητες της διαίρεσης των φύλων. Ο άνθρωπος αποχωρίζεται από την οντολογική τάξη του ζώου κατά την εικόνιση του Δημιουργού, επομένως αποσπώμενος από την πραγματικότητα –ως υπαγόμενη στις αισθήσεις– επιτρέπει στον λόγο του να τελειοποιηθεί φωτιζόμενος από την απειρία του θείου λόγου. Μέσα στη θεία αποκάλυψη θα ενωθεί με την αρχή του αποκτώντας πληρότητα θεώσεως.