Με τον Εριγένη (περ. 800-877 μ.Χ.) η δυτική χριστιανοσύνη για πρώτη φορά διαμορφώνει συνολική κοσμοθεωρία θεμελιωμένη στον βυζαντινό πλατωνισμό, με ένταση, πρωτοτυπία και βαθύτητα. Μέσα κυρίως από την οικειοποίηση της φιλοσοφικής τόλμης και συνέπειας του Γρηγορίου Νύσσης, καθώς και του νεοπλατωνισμού των αρεοπαγιτικών συγγραφών, ο Εριγένης χάρισε στη μυστική σκέψη της Δύσης έμπνευση σταθερής και μεγάλης ισχύος.

1. Βίος και έργο

Ο Ιωάννης Εριγένης (περ. 800-877 μ.Χ.), από τους πιο σημαντικούς φιλόσοφους και απολύτως μοναδικός στη Δύση της εποχής του, άντλησε έμπνευση μέσα από τους Καππαδόκες (ιδίως τον Γρηγόριο Νύσσης), τον Μάξιμο τον Ομολογητή, τον Ωριγένη, και ιδιαίτερα από τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη. Μετέφρασε με δημιουργικό τρόπο τα αρεοπαγιτικά συγγράμματα και τα ανέδειξε θεμελιώδη για τη δυτική σκέψη (η προηγούμενη μετάφραση, του Ιλδουΐνου, είχε αποδειχθεί παντελώς άγονη). Την επωνυμία του επέλεξε ο ίδιος δηλώνοντας την καταγωγή του (γένος της Έριου / Έριν, δηλ. της Ιρλανδίας.)

Σε καιρούς σχεδόν μηδενικής ελληνομάθειας, κατάσταση την οποία είχε αρχίσει να ανατρέπει η βασιλεία του Καρλομάγνου, ο Εριγένης υπήρξε σπουδαίος ελληνιστής, μάλιστα ειδοποιώντας για την ανωτερότητα της ελληνικής γλώσσας, ως προς την ενάργεια και τη σαφήνεια (π.χ. «in graeco significantius scribitur […] hoc est manifestius et expressius», στον O’Meara, σελ. 52). Είναι χαρακτηριστικό, ότι στο κύριο έργο του, την πραγματεία Περί Φύσεων, έδωσε ελληνικό τίτλο.