Η θεία ύπαρξη δεν προσδιορίζεται από ιδιώματα της κτίσης, ώστε να την αφορούν οι κατηγορίες του Αριστοτέλη. Για το Είναι ως Είναι της θεότητας, τα πλάσματα δεν έχουν Είναι. Ή αντιστρόφως, για το Είναι ως Είναι των πλασμάτων, η θεία ύπαρξη δεν έχει Είναι. Τη δεύτερη περιγραφή προτιμά ο Εριγένης σε συμφωνία με τον αποφατισμό του Διονύσιου —και πάλι εξακολουθώντας, όπως ακριβώς ο Διονύσιος και ήδη ο Γρηγόριος Νύσσης, να ταυτίζει το Είναι των πλασμάτων ως θείο Είναι: «ipse (Deus) essentia omnium est» (Περί Φύσεων IV 759a).

Οι Ιδέες (rationes, λόγοι) που συγκροτούν τα πλάσματα, μερίζουν την υπέρχρονη απλή Ιδέα του κόσμου. Η εκ του μηδενός δημιουργία σημαίνει το μηδέν ως την ίδια την υπερβατική ακατάληπτη θεία ύπαρξη, απ’ όπου και όπου δημιουργείται ο κόσμος. Απειρία χαρακτηρίζει τον κόσμο όσο τη θεότητα, και αφορά στην οντολογική σύστασή του όσο στην απειρία της γνώσης που αποκτούν τα έλλογα όντα. Στην αυθεντική κοσμολογική Ιδέα του ο κόσμος θα επιστρέψει ακολουθώντας μια πορεία εκπνευμάτωσης, κορυφή της οποίας είναι η απόλυτη ενότητα του θεούμενου ανθρώπου με τη θεία φύση.