Ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ σημειώνει ὅτι στὸν Ἀχιλλέα καὶ τοὺς συμπολῖτες του ἀναγνώριζε ὁ Ὅμηρος τὴν καρδιὰ τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἀπ’ ὅπου ὀνομάστηκαν Ἕλληνες καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἑλληνόφωνα φῦλα: “πουθενά δὲν τοὺς ὀνόμασε ὅλους Ἕλληνες, οὔτε κάποιους ἄλλους, παρὰ μόνο ὅσους ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Ἀχιλλέα ἀπὸ τὴν Φθιώτιδα. Αὐτοὶ ἦταν οἱ πρῶτοι Ἕλληνες … Καθένας στὶς διάφορες πόλεις ἀναγνωρίζονταν μεταξύ τους ὡς Ἕλληνες καὶ ὅλοι κατόπιν ἔτσι ὀνομάστηκαν, ἀλλὰ πρὶν ἀπὸ τοὺς τρωϊκοὺς πολέμους δὲν εἶχαν κάνει τίποτα ὅλοι μαζί, ἐπειδὴ ἦταν ἀνίσχυροι καὶ δὲν ἀναμιγνύονταν”.[238]

Ἡ ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματος Ἕλληνες παραμένει ἀβέβαιη, ἀλλὰ φαίνεται νὰ ὑπερισχύει ἱερατικὴ καὶ ἀσκητικὴ σημασία, ἄλλωστε βέβαιη ἱστορικά.

“Δὲν εἶναι εὔκολη ἡ ἐπιλογὴ ἀνάμεσα σ’ ἕνα πλῆθος πιθανῶν ἐτυμολογικῶν ριζῶν τοῦ ὀνόματος: σαλ, προσεύχεσθαι (Σελλοί)· σαλ, ξηραίνεσθαι (Σελινοῦς)· ελλ, ὀρεινός· σελ, φωτίζειν (σέλας, ἥλιος) … Ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἀναμφισβήτητο, διότι ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ ὅλη τὴν ἀρχαία ἱστορικὴ παράδοση, εἶναι ὅτι τὸ φῦλο τῶν Ἑλλήνων συνδέεται μὲ τοὺς Σελλούς, τοὺς ἱερεῖς τῆς Δωδώνης στὴν Ἤπειρο. Ὁ Ὅμηρος παρουσιάζει τὸν ἡγεμόνα τῶν Ἑλλήνων Ἀχιλλέα νὰ προσεύχεται πρὸς τὸν Δωδωναῖο Δία ὡς προγονικὸ Θεό — ‘Ζεῦ ἄνα, Δωδωναῖε, Πελασγικέ,[[239]] τηλόθι ναίων, / Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου· ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ / σοὶ ναίουσ’ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι’ (Π 233–5)”.[240]