Ἂν στραπατσαρισθεῖ ἡ ψυχὴ καὶ γίνει ἀνάξια τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, διακόπτει ὁ Χριστὸς τὶς σχέσεις, διότι ὁ Χριστὸς ‘χοντρὲς’ ψυχὲς δὲν θέλει κοντά Του.

Ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ συνέλθει πάλι, γιὰ νὰ γίνει ἄξια τοῦ Χριστοῦ, νὰ μετανοήσει ‘ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά’.

Ἡ μετάνοια ἡ ἀληθινὴ θὰ [ἀδειάσει τὴν ψυχὴ ἀπ’ ὁτιδήποτε δὲν εἶναι ὁ Θεός, θὰ τὴν πλησιάσει στὸν Ἴδιο κι ἔτσι θὰ] φέρει τὸν ἁγιασμό.

Ὄχι νὰ λέεις, ‘πᾶνε τὰ χρόνια μου χαμένα, δὲν εἶμαι ἂξιος,’ ἀλλὰ μπορεῖς [χάρη στὴ μετάνοια νὰ φθάσεις] νὰ λέεις, ‘θυμᾶμαι κι ἐγὼ τὶς μέρες τὶς ἀργές, ποὺ δὲν ζοῦσα κοντὰ στὸν Θεό.’