Ὡστόσο τὸ πλέον «χριστολογικό» ποίημα γιὰ τὰ Χριστούγεννά μας τὸ ἔχει, κατὰ τὴ γνώμη μου, χαρίσει ὁ Τάσος Λειβαδίτης στὴν ἑνότητα ποιημάτων του «Ὁ ἀδελφὸς Ἰησοῦς». Ἔχει τίτλο «Ἡ Γέννηση» (1983):

Ἕνα ἄλλο βράδυ τὸν ἄκουσα νὰ κλαίει δίπλα. Χτύπησα τὴν πόρτα καὶ μπῆκα. Μοῦ ῾δειξε πάνω στὸ κομοδίνο ἕνα μικρὸ ξύλινο σταυρό. «Εἶδες – μου λέει – γεννήθηκε ἡ εὐσπλαχνία». Ἔσκυψα τότε τὸ κεφάλι κι ἔκλαψα κι ἐγώ.

Γιατί θὰ περνοῦσαν αἰῶνες καὶ αἰῶνες καὶ δὲ θά ῾χαμε νὰ ποῦμε τίποτα ὡραιότερο ἀπ᾿ αὐτό.

Οἱ ποιητές μας διασώζουν τὴν ἀλήθεια τοῦ προσώπου μας. Στὴν ἐποχὴ τῆς εἰκονικῆς πραγματικότητάς μας καθαρίζουν τὴν ὅραση ἀπὸ τὶς τρέχουσες ἐπιχωματώσεις καὶ μᾶς κάνουν αἰσθητὸ τὸ αἴτημα γιὰ πραγματικότητα βίου ἑορταστικὴ καὶ πένθιμη συνάμα. Ἀφοῦ, κατὰ τὸ λόγιον ἐκεῖνο, «βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος». Ἢ γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν Ἐλύτη:

Πολλὰ δὲ θέλει ὁ ἄνθρωπος /
νά ῾ν᾿ ἥμερος νά ῾ναι ἄκακος /
λίγο φαΐ, λίγο κρασί /
Χριστούγεννα κι Ἀνάσταση.

ΤΟ ΒΗΜΑ, 24/12/2005