Κατά τους διαρρεύσαντας αιώνας της ιστορίας του Χριστιανισμού η πείρα των Πατέρων της Εκκλησίας διέγραψε τρία είδη ή τύπους τάξεως της εν Χριστώ πνευματικής ζωής.

Εις το πρώτον είδος ανήκει η πλειονότης των ανθρώπων. Ούτοι ελκύονται εις την πίστιν δια μικράς χάριτος και διανύουν τον βίον αυτών εις μέτριον αγώνα τηρήσεως των εντολών. Μόνον δε κατά το τέλος της ζωής αυτών, λόγω των παθημάτων, γίνονται επιδεκτικοί μεγαλυτέρας χάριτος. Τινές όμως εξ αυτών αγωνίζονται εντονώτερον και προ της εαυτών τελευτής λαμβάνουν μεγάλην χάριν. Ούτω συμβαίνει εις πολλούς μοναχούς.

Το δεύτερον είδος αποτελείται εκ των ελκυομένων κατ’ αρχάς δια μετρίας αναλόγως χάριτος, οίτινες όμως ασκούνται μετά προθυμίας εις την προσευχήν και την κατά των παθών πάλην, και εν τη οδυνηρά ταύτη ασκήσει καταξιούνται εις το μέσον της οδού αυτών μεγαλυτέρας χάριτος, και ζώντες το υπόλοιπον του βίου εν εντονωτέρω έτι αγώνι φθάνουν εις υψηλά μέτρα τελειότητος.

Το τρίτον, σπανιώτερον είδος είναι όταν από της ενάρξεως του ασκητικού βίου ο άνθρωπος λαμβάνη ένεκα του ενθέρμου ζήλου αυτού είτε ορθότερον κατά πρόγνωσιν του Θεού, την μεγάλην χάριν των τελείων.