Ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σοβαροὺς φορεῖς αὐτῆς τῆς παραδόσεως στάθηκε ἡ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή. Τὸ μοναδικὸ αὐτὸ Ἵδρυμα ἀσχολήθηκε μὲ σύστημα καὶ ἱερὴ προσήλωση μὲ τὴν Βυζαντινὴ Μουσική, ἰδρύοντας στὰ 1890 εἰδικὴ Σχολὴ στὴν ὁποία δίδαξαν σοφοὶ δάσκαλοι τὴν παραδοσιακὴ ἐθνική μας ἐκκλησιαστικὴ μουσική.
Ἀπὸ αὐτὴ τὴ Σχολή, ποὺ κρατήθηκε ὡς τὴν καταστροφὴ τοῦ ‘22, μεταφέρθηκε ὡς τὰ χρόνια μας ἡ σωστὴ Βυζαντινὴ Μουσική. Οἱ ἑκατοντάδες μαθητές της σκορπίστηκαν σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα μὲ καλλίφωνους καὶ μορφωμένους πρωτοψάλτες, περισώζοντας ἔτσι τὴν θαυμάσια αὐτὴ κληρονομιά.
Τὸ ἔργο αὐτὸ εἶναι νομίζω ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σπουδαίους τίτλους τιμῆς ποὺ ἔχει στὸ θαυμαστό της ἐνεργητικὸ ἡ Μεγάλη Σχολὴ τοῦ Γένους, ποὺ στάθηκε τὸ προπύργιο τοῦ γνήσιου Ἑλληνικοῦ Πνεύματος στὰ πιὸ δύσκολα χρόνια τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἡ Μεγάλη Σχολὴ ἦταν ὁ μοναδικὸς ἴσως φορέας αὐτοῦ ποὺ ὀνομάσαμε πρὶν Ἑλληνοχριστιανικὴ παράδοση.
Ὅλοι οἱ ἡμιμαθεῖς, οἱ σνόμπ, ὅλοι οἱ ξεθυμασμένοι φυλετικοὶ Ἕλληνες, συγχέουν εἴτε ἀπὸ ἀμάθεια, εἴτε ἀπὸ σκοπιμότητα προπαγανδιστική, τὴν ἔννοια «παράδοση» μὲ τὴν «ἀντίδραση», «ὀπισθοδρόμηση».