Εἶναι μοιραῖο γιὰ τὸ Ἔθνος μας, τὰ θρησκευτικά του ζητήματα νὰ εἶναι ἀδιάσπαστα συνδεμένα μὲ τὴν ἱστορικὴ μοίρα τοῦ λαοῦ μας. Ἡ Ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία, εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε ὄχι, ἔχει ταυτιστεῖ μὲ τὴν ἐθνική μας ὑπόσταση, ἤγουν μὲ τὴν ἐλευθερία μας. Ἔχει γίνει δηλαδὴ ἐθνικὴ θρησκεία, ὅπως τὸ Δωδεκάθεο τοῦ Ὀλύμπου ἦταν ἡ ἐθνικὴ θρησκεία τῶν προγόνων μας. Καὶ ἡ ἐθνικὴ θρησκεία τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ξέφτισε καὶ κατέρρευσε μαζί με τὴν ἐθνική τους ἐλευθερία.

Πάνω στὰ κατάρτια τῶν βαρβαρομάχων καραβιῶν τῆς Πόλης κυμάτιζαν τὰ χρυσὰ λάβαρα τῆς Παναγίας, ποὺ ἦταν γιὰ τὸ χριστιανικὸ Κράτος στρατηλάτης μαζi καὶ πολέμαρχος, σὰν τὴν Ἀθηνᾶ. Πρὸς Αὐτήν, πρὸς τὴν Ὑπέρμαχο Στρατηγό, ἀποτείνεται τὸ θαυμάσιο βυζαντινὸ τροπάριο, ποὺ στὴν πραγματικότητα εἶναι ὁ ἐθνικὸς ὕμνος τοῦ ἀγωνιστικοῦ Βυζαντίου. Καὶ σὰν ἐθνικό μας ὕμνο ἔπρεπε νὰ τὸ κρατήσει καὶ ἡ ἀπελευθερωμένη Ἑλλάδα τοῦ 21 […]. Δεῖτε ὅμως. Αὐτὸ ποὺ δὲν ἔκανε τὸ μεταεπαναστατικὸ Κράτος τὸ ἔκαμε μόνος του ὁ Ἑλληνικὸς λαός. Ἔτσι, κάθε φορὰ ποὺ κάποιο μεγάλο ἐθνικὸ γεγονὸς τρικυμίζει στὴν ψυχή μας, τὸ βυζαντινὸ τροπάριο αὐθόρμητα ἀνεβαίνει στὰ χείλη μας καὶ σμίγει μὲ τοὺς στίχους τοῦ Σολωμοῦ. Καὶ πάλι αὐθόρμητα, κάθε φορὰ ποὺ ἕνα ὑπόδουλο τμῆμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἑνώνεται μὲ τὴν ἑνιαία ἐλεύθερη πατρίδα, ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς ἀλληλοχαιρετᾶται μὲ τὴν θρησκευτικὴ φράση «Χριστὸς Ἀνέστη».