Κι ἐμεῖς ἔχουμε, ὄχι πιὰ σὰν μουσειακὸ ὑλικό, ὁλοζώντανο θησαυρὸ στὸ στόμα καὶ στὴν καρδιὰ τῶν ἑκατομμυρίων Ἑλλήνων, τὰ ἱερὰ τροπάρια. Τροπάρια ποὺ τὰ ἔγραψαν, τὰ μελοποίησαν καὶ τὰ ἔψαλαν μέσα στὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ μεγάλοι ποιητὲς καὶ μουσικοσυνθέτες, ποὺ ἀνάμεσά τους ἦταν ἀκόμη καὶ αὐτοκράτορες καὶ πρωθυπουργοὶ τοῦ Βυζαντίου, οἱ ὁποῖοι τὰ ἔψελναν ἔτσι μαζί με τὸν λαό. Ἔρχονται οἱ βραδιὲς τῶν Χαιρετισμῶν, ἔρχονται οἱ νύχτες τῆς ἑβδομάδας τῶν Παθῶν, καὶ οἱ ἐκκλησίες δὲν χωρᾶνε τοὺς ὀρθοδόξους, ποὺ ψάλλουν μαζί με τοὺς αὐτοκράτορες τοὺς ἴδιους στίχους, τὴν ἴδια μουσική, τὰ ἴδια «τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ὅπως τὰ ἔλεγε ὁ Παπαδιαμάντης, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ποὺ μᾶς παράδωσαν στοματικὰ ὅλες οἱ γενεὲς τῶν φτωχῶν καὶ ἁπλοϊκῶν ψαλτάδων ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Βυζαντίου ὡς τὰ χρόνια μας.

Αὐτὴ τὴ μουσικὴ παράδοση, τὴν ἱερὴ καὶ πανάρχαιη, ἀγωνίζονται νὰ διασπάσουν, νὰ παραποιήσουν οἱ διάφοροι ἀνόσιοι καὶ ἄμουσοι κανταδόροι, ποὺ ἀκούγονται, δυστυχῶς ἀκόμα νὰ παρεμβάλλουν τὶς φωνητικὲς ἐπιδεικτιάσεις τοὺς ἀνάμεσα στοὺς σεμνοὺς ὕμvoυς τῆς λειτουργίας σὲ μερικοὺς ναοὺς τῆς Ἀθήνας. Τοὺς ἀκοῦν ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο καὶ τὰ φτωχὰ χωριὰ τῆς ἐπαρχίας, ποὺ ἔχουν ὡς πρότυπο καλαισθησίας τὴν Ἀθήνα, καὶ ἀρχίζουν νὰ πιστεύουν πὼς εἶναι πολιτισμὸς αὐτὴ ἡ γελοιοποίηση τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς, ὅταν παρουσιάζεται μέσα στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς προσευχῆς, κουνώντας τοὺς τετραφωνικοὺς φραμπαλάδες της πάνω ἀπὸ τὰ σεμνὰ καὶ μεγαλοπρεπῆ της ἄμφια.