Καὶ προχτὲς ἀκόμα, ὅταν ἡ Ἑλλάδα ἔκαμε τὸ θαῦμα τοῦ 40-41, οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες ἔβλεπαν τὴν Ὑπέρμαχον τοῦ Βυζαντίου νὰ πολεμᾶ ἐπὶ κεφαλῆς των τοὺς κτηνώδεις ἐπιδρομεῖς. Πῆγα καὶ τοὺς εἶδα, ἐκεῖ στὰ χιονισμένα βουνὰ τῆς Ἀλβανίας, αὐτοὺς τοὺς νεαροὺς ἥρωες τῶν ἡμερῶν μας καὶ ὅλοι εἶχαν κρεμασμένη στὸ στῆθος στὸν ὀρθοστάτη τοῦ παγωμένου τους ἀντίσκηνου τὴν εἰκόνα τῆς Βυζαντινῆς Ὑπερμάχου. Σὰν νὰ ἦταν ὄχι πολεμιστὲς τοῦ Γεωργίου τοῦ Β´, ἀλλὰ τοῦ Τσιμισκῆ, τοῦ Βασιλείου τοῦ Βουλγαροκτόνου ἢ τοῦ τελευταίου Παλαιολόγου. Ὡς αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἡ Ἐθνική μας ὑπόσταση εἶναι ζυμωμένη μὲ τὴν Ὀρθοδοξία τῆς Πόλης. Καὶ ἦταν πολὺ φυσικό.

Σὰν ἔπεσε τὸ Βυζάντιο, ἡ Ἐκκλησία ἀντικατέστησε τὸν τσακισμένο κρατικὸ ὀργανισμὸ σὰν ὑποκατάστατος μηχανισμὸς τῆς Ἐθνικῆς ἑνότητας. Τὰ σύμβολα τῆς Αὐτοκρατορίας τὰ κράτησε ἡ Ἐκκλησία καὶ τὰ διατήρησε μέσα στοὺς μαύρους αἰῶνες τῆς σκλαβιᾶς. Καὶ μέσα σ᾿ αὐτοὺς τοὺς φοβεροὺς αἰῶνες, αὐτὴ στάθηκε τὸ πνευματικὸ καὶ ἐθνικὸ κέντρο τῆς μαρτυρικῆς φυλῆς. Ἐνάντια στοὺς ἀρχηγούς της ξέσπαγε κάθε ἐπίθεση τῶν ἐχθρῶν του Ἑλληνισμοῦ, τόσο ἀπὸ μέρους τῶν κατακτητῶν, ὅσον καὶ ἀπὸ μέρους τῶν Φράγκων. Καὶ σωστὰ τὰ εἴπανε, πῶς σὲ πολλὲς κρίσιμες ὧρες τὸ ράσο στάθηκε ἡ ἐθνικὴ σημαία τῆς Ἑλλάδας στὰ χρόνια της σκλαβιᾶς. […] Ἂν ὑπάρχουμε σήμερα σὰν Ἑλληνικὴ φυλὴ εἶναι γιατί κρατηθήκαμε ἀπὸ τὰ ἄμφια τῆς θρησκείας μας ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια. Δὲν θὰ ἔβρισκε κανένας ἀρχὴ καὶ τέλος, ἂν ἔλεγε νὰ λογαριάσει τοὺς ἐθνικοὺς ἥρωες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἱερέων ποὺ σφάχτηκαν στὴν Πόλη καὶ σὲ ὅλη τὴν Ἀνατολὴ πρὸ καὶ κατὰ τὴν ὑποδούλωση τοῦ Βυζαντινοῦ Ἑλληνισμοῦ ὡς τὸν Πρωτομάρτυρα τοῦ ‘21, τὸν Πατριάρχη, ὡς τοὺς κληρικοὺς ἐθνάρχες ἱερομάρτυρες τῆς Κυπριακῆς ἐπανάστασης τοῦ ‘21. Καὶ ἀπὸ τὸν Κυπριανὸ ὡς τὸν Μητροπολίτη Σμύρνης. Καὶ ἀπὸ αὐτὸν ὡς τοὺς 230 κληρικούς μας, ποὺ τοὺς σκότωσαν, τοὺς σταύρωσαν, τοὺς ἀνεσκολώπισαν καὶ τοὺς διεπόμπευσαν οἱ κατακτητὲς καὶ οἱ Ἐαμοσλάβοι. Ὅλοι αὐτοὶ ἔγραψαν μὲ τὸ αἷμα τους τὸ «πιστεύω» τῆς ἐθνικοθρησκευτικῆς μας ἑνότητας. Εἶναι ἱστορία γεμάτη ἀπὸ ματωμένα ἄμφια, ἀπὸ ἐμπρησμένες ἐκκλησίες, ἀπὸ μαγαρισμένα εἰκονίσματα.

Εἶναι μία καταπληκτικὴ ἱστορία πολλῶν αἰώνων, τραγουδισμένη μὲ τροπάρια, μὲ ὕμνους, μὲ θρήνους καὶ μοιρολόγια. Και αὐτὰ ἀποτελοῦν ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν Ἑλληνοχριστιανική μας παράδοση.