Ἡ βάρκα ἦτον ἰδιοκτησία τοῦ Γιάννη, τοῦ νεωτέρου ἀδελφοῦ, ὅστις καὶ ἐπλοιάρχει. Αὐτὴ ἦτον ἡ περιουσία του εἰς τὸν κόσμον. Ὅσον διὰ τὸν Κώσταν, οὗτος δὲν εἶχεν ἀποκτήσει ποτὲ τίποτε. Εἶχε λάβει γυναίκα ποτε, καὶ εἶχεν ἀποκτήσει ἓν παιδίον. Εἶτα τὸ παιδίον ἀπέθανεν εἰς τὸν μαζὸν τῆς μητρός του, ἡ δὲ γυνὴ ἐφονεύθη, νομίζω, πεσοῦσα, ἀπὸ τοῦ ἐξώστου, ἐν ἐκστάσει φρενῶν. Ἔκτοτε ἔμεινεν ἐλεύθερος, τόσῳ μᾶλλον, ὅσῳ ἦτο εἰς θέσιν νὰ ἐκτιμήσῃ τὴν ἐλευθερίαν του, καὶ νὰ μὴ τὴν ἀπεμπολήσῃ πλέον. Ἔκυπτε τὴν κεφαλήν, ἐκάπνιζεν, ἔπινε καφέ, καὶ δὲν ὠμίλει. Ποτὲ δὲν ἔβγαζε λόγον ἀπὸ τὸ στόμα του. Ἦτο πλέον ἢ πενῆντα ἐτῶν, κ᾿ ἐσυντρόφευε τὸν νεώτερον ἀδελφόν του, κ᾿ ἐθαλασσοπνίγετο προθύμως μαζί του, ἐν ἄκρᾳ ὑπακοῇ. Ὁ Γιάννης ἦτο ὀλιγώτερον τῶν πενήντα ἐτῶν τὴν ἡλικίαν, εἶχε δὲ οἰκογένειαν, σχεδὸν μισὴν δουζίνα παιδιά.

Ἦσαν καὶ αὐτοὶ θύματα τῆς τοκογλυφίας τῶν 36 τοῖς ἑκατόν, καὶ «τὸ διάφορο κεφάλι», ὅπως καὶ τόσοι ἄλλοι. (Τὸ ὁμοιοτέλευτον δὲν τὸ ἔκαμα ἐκ προθέσεως). Ὁ τοκογλύφος, βίαιος ἐπαίτης, (καὶ ἐνίοτε ὁ ἐπαίτης, ὕπουλος τοκογλύφος· – ποῖον ἐκ τῶν δυὸ θηρίων εἶναι τὸ χαλεπώτερον!) μὲ τὰ «θαλασσοδάνεια», καὶ μὲ τὸ 36 τοῖς %, εἶχε καταστρέψει, πρὸ πολλοῦ τὸ ναυτικὸν τοῦ τόπου των, καὶ εἶχεν ἐξανδραποδίσει ὅλον τὸν λαόν. Κλῆρος καὶ μοῖρα καὶ προορισμὸς τῶν δυὸ ἀδελφῶν, ὅπως καὶ τόσων ἄλλων, ἦτο νὰ θαλασσώνουν, νὰ παραδέρνουν, νὰ βασανίζωνται χειμῶνα καιρὸν μὲ τὴν ψυχὴν στὰ δόντια, νὰ «θανατοῦνται ὅλην τὴν ἡμέραν, ὡς πρόβατα σφαγῆς». Τέλος… ἐσώθηκαν τὰ βάσανά του. Μίαν νύκτα, τὴν προτελευταῖαν τοῦ Νοεμβρίου, ἡμέραν τοῦ φεγγαριοῦ, ὁποὺ ἦτο φοβερὰ ταραχὴ καὶ τρικυμία… καὶ τὸ μὲν πρώτον κῦμα ἐσάλευσεν ἐκ βάθρων, δηλ. ἐκ τῆς τρόπιδος, τὴν βάρκαν, τὸ δεύτερον κῦμα τὴν ἐγέμισε νερά, διὰ νὰ πλέῃ ἴσα μὲ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης, τὸ δὲ τρίτον κῦμα, τὸ σφοδρότερον, τὴν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ τῆς ἔδωκεν τὸν τελειωτικὸν κτύπον, τὴν κατεπόντισε.