Κι ὅταν ἡ μικρὰ καμπάνα ἐκάλει τοὺς ἀγροίκους βοσκοὺς τοῦ βουνοῦ εἰς τὴν προσευχὴν – οἱ ὁποῖοι δὲν ἐπήγαιναν, ἀλλ᾿ ἴσως νὰ ἔκαναν μακρόθεν ἕνα σταυρόν, ἂν ἤξευραν ἀκόμη νὰ κάμουν τὸν σταυρόν τους – κ᾿ ἐδιάβαζεν ὁ πάτερ Ἐφραὶμ ὁ πνευματικὸς τὸν Ἑσπερινόν, μαζὶ μὲ τὸν Μιχαίαν τὸν ὑποτακτικόν του, κατέβαινε τὰ σκαλοπάτια ὁ γέρων ἕως τὴν βρύσιν, διὰ ν᾿ ἀπολαύσῃ καὶ ἅπαξ ἀκόμη τὴν γλυκεῖαν μελαγχολίαν τῆς μοναξιᾶς μέσα εἰς τὴν περιοχὴν ἐκείνην, τὴν ὁποίαν αὐτὸς εἶχεν ὀνομάσει «γωνίαν τοῦ Παραδείσου». Καὶ τῆς βρύσης τὸ μάρμαρον, τὸν κρουνὸν καὶ τὴν λεκάνην, τὰ εἶχε φάγει τὸ νερόν. Καὶ μόλις ἠμποροῦσε νὰ διαβάσῃ τις, μισοσβησμένους, τοὺς ἰαμβικοὺς στίχους, τοὺς ὁποίους εἶχε γράψει ποτε ἐπὶ τοῦ μετώπου τῆς πηγῆς, ὁ διάσημος ἀσκητής, ὁ ἀββᾶς Διονύσιος: «Χεῖρας, πρόσωπα καὶ πόδας νίπτων ἀβρῶς, ὁμοῦ δὲ καὶ διαυγὲς νῦν ὕδωρ πίνων, τῆς καλλιρείθρου τῆσδε τῆς κρήνης, ξένε, ψυχῆς, τότε μνήσθητι Διονυσίου».

Καὶ ψηλὰ εἰς τὸ πλάγι, σιμὰ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, ἵστατο ἀκόμη ὀρθὸς ὁ χιλιετὴς πεῦκος, ὁποὺ εἰς τοὺς κλάδους ἐπάνω, ἀνάμεσα στοὺς κλώνας του, εἶχεν εὑρεθῆ ἕνα καιρὸν αἰωρουμένη ἡ λαμπρὰ Εἰκὼν τῆς Παναγίας. Ὁ πεῦκος ὁμοιάζει μὲ ἄνθρωπον ὁποὺ δὲν ἐκάρη τὴν κόμην εἰς ὅλην τὴν ζωήν του. Ἀπὸ τριακοσίων χρόνων καὶ πλέον κανεὶς δὲν ἐξάμωσε νὰ κόψῃ φύλλον ἀπὸ τὸ γιγαντιαῖον δένδρον. Ὅλοι οἱ κωνίσκοι, οἱ καρποὶ τοῦ πεύκου, μυριάδες ἀναρίθμητοι, ἐξ ἀμνημονεύτων χρόνων ἐκρέμαντο ἀνάμεσα εἰς τοὺς κλώνας του. Εἶναι βέβαιον ὅτι ἐκεῖ ἐπάνω εὑρέθη μίαν πρωίαν, εἰς τὰ χίλια ἑξακόσια τόσα, ἡ Εἰκὼν τῆς Παναγίας. Ἦτο ζωγραφισμένη ὡς προτομὴ παιδίσκης, χωρὶς νὰ ἔχῃ τὸν Χριστὸν βρέφος εἰς τὰ ἀγκάλας της, καὶ διὰ τοῦτο ἐσχετίσθη μὲ τὰ Εἰσόδια, ὅταν προσεφέρθη «ὡς τριετίζουσα δάμαλις» εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ ναΐσκος τοῦ μικροῦ ἀσκητηρίου, ὅπως ἦτο τότε τὸ ὕστερον κτισθὲν μοναστήριον, ἐτιμᾶτο ἐπ᾿ ὀνόματι τῶν Εἰσοδίων. Ἡ εὑρεθεῖσα παραδόξως τότε εἰκών, ἐφάνη εἰς τοὺς Χριστιανοὺς τοὺς τότε ὡς νὰ ἦτο ἀθῴα κόρη εὐαίσθητος, ἥτις ἐνέδωκεν εἰς τὴν ἐπιθυμίαν νὰ κάμῃ κούνια, νὰ λικνισθῇ αἰωρουμένη ἐπὶ τῶν κλάδων τοῦ δένδρου· καὶ διὰ τοῦτο ἐπωνομάσθη Παναγία ἡ Κουνίστρα ἢ Κ᾿νιστριώτισσα.

Ἐκεῖνο τὸ παλαιὸν ἀσκητήριον, τὸ ὁποῖον ἀσπροβολᾶ ἀνάμεσα εἰς τὴν βαθεῖαν πρασινάδαν τῆς κοιλάδος, εἰς ὅλην τὴν παραθαλασσίαν φάραγγα τὴν πολυσχιδῆ ἀπὸ τὶς ράχες καὶ τὶς ρεματιές, ἀντίκρυζεν ὁ πνιγμένος νεκρός, ὅταν ἀρμένιζαν ἐπὶ ἡμέρας διὰ νὰ πλεύσῃ ἀπὸ τοὺς κρημνώδεις αἰγιαλοὺς τῶν ὑπωρειῶν τῆς Ὄσσης καὶ τοῦ Πηλίου εἰς τὴν βάσιν τοῦ θαλασσίου λόφου, ὅπου λευκάζουν τὰ Μνημούρια τῆς μικρᾶς πατρίδος του, ἐκεῖ ὅπου προσκυνεῖ τοὺς βράχους τὸ μόλις δαμασθὲν μετὰ γογγυσμῶν καὶ ὑλακτοῦν κῦμα. Καὶ τὸ μικρὸν πλοῖον του, βάρκα μεγάλη, σκαμπαβία φορτηγός, ἔπλεεν ἀπὸ Σαλονίκης εἰς Ζαγορᾶν καὶ ἔμπαλιν, φορτωμένον καὶ ξαναφορτωμένον. Ἦσαν οἱ δυὸ ἀδελφοί, ὁ Γιάννης κι ὁ Κωσταντῆς τοῦ Σταματάκη, καὶ μαζί των ἐπέβαιναν ὁ ἔμπορός των. Μῆλα καὶ πατάτες καὶ κάστανα ἐκόμιζον πρὸς τοὺς Ἑβραίους τῆς Σαλονίκης, διὰ νὰ τοὺς ξαναφορτώσουν οἱ Ἑβραῖοι ἐκεῖθεν ἄλλα εἴδη, λ.χ. ὄσπρια ἀνακατωμένα, ὀλίγα πρόσφατα τῆς χρονιᾶς, ὅσον διὰ δεῖγμα, καὶ πολλὰ περυσινὰ ἢ προπέρσινα σαπρακωμένα.