Τέλος ᾖλθαν ὁ Νωματάρχης τῆς ἀστυνομίας, κι ὁ Εἰρηνοδίκης τοῦ πάλαι ποτὲ εἰρηνοδικείου. Καὶ πλῆθος περιέργων, ἢ καὶ ἐνδιαφερομένων ἠκολούθησε τοὺς ἐν τέλει. Τότε ἤρχισεν ἕκαστος νὰ ἐκφέρει τὰς εἰκασίας του. Μήπως ὁ Γιάννης ὁ ἀδελφός του εἶχε φέρει τὸν νεκρὸν μαζί του, ὅταν ἔφθασε χθὲς πρωί, μὲ τὸ βαποράκι τὸν «Καφηρέα», καὶ τὸν εἶχε ρίψει λάθρα ἐκεῖ εἰς τὸν αἰγιαλόν; Πρώτη ἄτοπος ὑπόθεσις. Δευτέρα πιθανὴ ὑποψία· κάποιος ναυβάτης, ἁλιεὺς ἢ πορθμεύς, μὲ πέραμα ἢ μὲ βάρκαν, κάποιαν ψαροπούλα ἢ τράτα, θὰ εὖρεν ἴσως τὸν πνιγμένον πλέοντα εἰς τὸ πέλαγος, μίλια μακράν, τὸν ὤκτειρε, καὶ ἠθέλησε νὰ τὸν φέρῃ ἕως ἐδῶ, διὰ νὰ τύχῃ χριστιανικῆς ταφῆς ὁ ἀτυχὴς ποντοπόρος. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἔφερεν ἕως ἐδῶ, τὸν ἄφησε σιμὰ εἰς τὸν γιαλόν, ἔκθετον. Ἰδοὺ καὶ νεκρὸς ἔκθετος, ὡς νὰ ἔλεγε τις, βρέφος νόθον διὰ τὸν ἄλλον κόσμον

Καὶ διατὶ νὰ λάβῃ τὸν κόπον νὰ τὸν φέρῃ ἕως ἐδῶ, κ᾿ ὕστερα νὰ τὸν ἀφήσῃ λαθραίως καὶ νὰ φύγῃ; Τί εἴδους λαθρεμπόριον ἦτον αὐτό; Προφανῶς, κατὰ τὴν συλλογιστικὴ μέθοδον τῶν οὕτω σκεπτομένων, διότι ἐφοβεῖτο μὴν εὕρη ὁ ἄνθρωπος τὸν μπελᾶ του μὲ τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας ποὺ ἔχομεν εἰς τὸν τόπον αὐτόν· «Ἔλα δῶ, βρέ. Καὶ ποῦ τὸν ηὖρες αὐτόν; Καὶ πῶς τὸν ἔφερες ἐδῶ; Καὶ τί ξέρεις νὰ μᾶς πῇς; Καὶ ἀπὸ τί θάνατον πάει; Καὶ εἰς ποιὸν μέρος τὸν εἶδες, ἀκριβῶς; Δὲν ηὖρες ἄλλο τίποτε; Καὶ μὴν τὸν ἔψαξες; Τί ηὖρες ἐπάνω του; Δὲν εἶδες ἄλλον ἄνθρωπον ἐκεῖ κοντά; Μήπως τὸν ἐσκότωσε κανείς; Ἄλλο τίποτε ξέρεις;… Μὰ πῶς τὸν ἔφερες, ἐδῶ, ἐπὶ τέλους;» Ὀλαι αἱ ἀλλεπάλληλοι ἐρωτήσεις θὰ ἐφαίνοντο νὰ κρύπτουν περίπου τὴν ἐνδόμυχον σκέψιν· «Μὴν τὸν ἐσκότωσες, ἢ μὴν τὸν ἔπνιξες;… καὶ τώρα μας τὸν ἐκουβάλησες ἐδῶ διὰ νὰ βγῇς λάδι;… Κοίταξε καλά. Μὴ θαρρῇς πὼς θὰ μᾶς γελάσης. Ὅλοι Ρωμιοὶ εἴμαστε», κτλ.